Παραμονές του εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η σκέψη αυθόρμητα επιστρέφει στα χρόνια του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης που σε μεγάλο βαθμό σφραγίστηκαν από τις ίδιες αντιδικτατορικές οργανώσεις, τους ίδιους αγωνιστές, τα ίδια συνθήματα (Έξω οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ), τις ίδιες ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά βεβαίως, διαφορετικά πολιτικά επίδικα.
Παραδόξως, ενώ γίνεται πολύ συχνά λόγος για τον ηγετικό ρόλο της αριστεράς στον αντιδικτατορικό αγώνα, που μόνο τυπικά δεν ήταν νικηφόρος, αφού η εξέγερση του Πολυτεχνείου κουρέλιασε το σχέδιο νομιμοποίησης της χούντας μέσω του ανοίγματος της Κυβέρνησης Μαρκεζίνη σε ένα απολύτως ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό, δεν γίνεται συχνά λόγος για το κατά πόσο η Αριστερά στάθηκε ικανή να επηρεάσει τις μεταπολιτευτικές εξελίξεις, ειδικά στα λίγα κρίσιμα χρόνια των Κυβερνήσεων Καραμανλή αμέσως μετά την πτώση της χούντας.
Η αλήθεια είναι ότι το ρωμαλέο λαϊκό κίνημα των μαζικών συλλαλητηρίων του ’74 που είχε στραμμένο το βλέμμα στην αριστερά όλων των πιθανών αποχρώσεων, και τροφοδοτούσε τα κόμματά της με χιλιάδες νέα στελέχη πολύ σύντομα ανακόπηκε. Η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε στις διαδοχικές Κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή. Οι Κυβερνήσεις αυτές, έφεραν σε πέρας με απόλυτη επιτυχία ένα ομολογουμένως δύσκολο έργο: το έργο της ανασυγκρότησης ενός παραπαίοντος κρατικού μηχανισμού και ενός ανυπόληπτου αστικού κράτους που είχε χτιστεί επί τριάντα περίπου χρόνια πάνω στις «ιδεολογικές αρχές» της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, αρχές που μεταπολίτευση είχε αχρηστεύσει δια παντός. Η ανασυγκρότηση του όλου συστήματος της αστικής κυριαρχίας δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο πάνω σε νέες ιδεολογικές αρχές και αξίες, και αυτές δεν ήταν άλλες από αυτές του κράτους δικαίου (διευκρίνιση κράτος δικαίου είναι το κράτος που εφαρμόζει τους ισχύοντες νόμους, όχι κράτος δικαιοσύνης…) και του Δυτικοευρωπαϊκού κοινοβουλευτισμού.
Η ανασυγκρότηση αυτή επιχειρήθηκε με μια διπλή στρατηγική: Από τη μια μεριά, η Καραμανλική Δεξιά προχώρησε σε κάποιες γενναίες για την εποχή της τομές, υιοθετώντας κάποια πάγια αιτήματα του δημοκρατικού κόσμου (κατάργηση της χρεωκοπημένης βασιλείας, νομιμοποίηση της κομμουνιστικής αριστεράς χωρίς περιορισμούς με αντίστοιχη κατάργηση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, η δημοτική επίσημη γλώσσα του κράτους, αποχώρηση από το στρατ. Σκέλος του ΝΑΤΟ, επίσημος εορτασμός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, κλπ), ενώ από την άλλη, εφάρμοσε μια πολιτική πυγμής απέναντι σε λιγότερο ή περισσότερο αυθόρμητες λαϊκές και εργατικές διεκδικήσεις, θωρακίζοντας το σύστημα με το ανάλογο θεσμικό πλαίσιο (δημιουργία αστυνομικών μονάδων αντιμετώπισης εργατικών κινητοποιήσεων με αύρες, αυστηρές προϋποθέσεις για τη νομιμότητα μιας εργατικής απεργίας, αυστηρές ποινές για τους παραβάτες, κλπ). [Τις τομές αυτές στην οργάνωση του κράτους και της επίσημης ιδεολογίας που συνέχει το όλο οικοδόμημα έμελλε να συνεχίσει το «φιλολαϊκό» ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 («τομή μέσα στη συνέχεια») πχ με το ξήλωμα του εργατοπατερικού συνδικαλισμού, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου κλπ.]
Η πολιτική αυτή των Κυβερνήσεων Καραμανλή δεν έγινε αντιληπτή ως τέτοια από τα κόμματα της Αριστεράς. Η πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι ίσως αυτή του ΚΚΕ εσωτ., που είδε ως κύριο διακύβευμα της μεταπολιτευτικής περιόδου αυτό της υπονόμευσης των θεσμών της νεαρής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από τα ερείσματα της χούντας στον κρατικό μηχανισμό, γι’ αυτό και πρότεινε τη γραμμή της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), όλων των «δημοκρατικών δυνάμεων» (συμπεριλαμβανομένης της δεξιάς) ενάντια στους νοσταλγούς της χούντας… Εξ ίσου όμως εκτός τόπου και χρόνου ήταν και η πολιτική στάση άλλων δυνάμεων της Αριστεράς που είδαν τη Μεταπολίτευση ως ένα απλό επεισόδιο μιας αφηρημένης «πάλης του λαού για την αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της εξουσίας των μονοπωλίων», ενώ και η ίδια η πολιτική του Καραμανλή θεωρήθηκε ως απόπειρα επαναφοράς της προδικτατορικής ΕΡΕ.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν έγινε αντιληπτό ήταν το γεγονός ότι η «διπλή» (αλλά ουσιαστικά ενιαία) αυτή στρατηγική, και ειδικά το νέο «εκσυγχρονισμένο» θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος του 1975, με τη δημιουργία ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων, αποκατέστησε τη Δεξιά σε ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία αφού της επέτρεψε να αφομοιώσει ολοκληρωτικά το Κέντρο, και παράλληλα εκτόπισε την Αριστερά στη θέση ενός ακίνδυνου κομπάρσου της πολιτικής ζωής, αφού τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τις κοινωνικές εντάσεις που πυροδότησε η αυταρχική πολιτική της δεξιάς την οικειοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά το ΠΑΣΟΚ. Η καθήλωση της Αριστεράς σε ποσοστά που συνολικά δεν ξεπερνούν το 12-13% σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου μέχρι το 2012, όταν οι συσχετισμοί ανατρέπονται μέσα στην κρίση, έχει τη ρίζα της σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν η Αριστερά αποδείχτηκε αδύναμη να αντιπαλέψει και να αποκρούσει την πολιτική του καραμανλικού «αστικού εκσυγχρονισμού». Και όταν η Αριστερά αδυνατεί να παίξει αυτό το ρόλο του αντίπαλου δέους του αστισμού, έχουμε κάθε λόγο να μιλάμε για κρίση της Αριστεράς.
Την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου οργανώνεται στην ΑΣΟΕΕ μια πολιτική εκδήλωση αφιερωμένη στην οργάνωση που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β’ Πανελλαδική, μια νεολαιίστικη οργάνωση του τέλους της πρώτης φάσης της Μεταπολίτευσης, μια οργάνωση νεολαίας που προέκυψε από τις εκρηκτικές αντιφάσεις του κόμματός της, του ΚΚΕ εσωτ., και στο σύντομο σχετικά διάστημα της δράσης της (1978 – τέλη του 1981) θέλησε να δει χωρίς ωραιοποιήσεις την πραγματικότητα που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, να την κατανοήσει με πολιτικούς όρους, ως μια εν εξελίξει κοινωνική και ταξική σύγκρουση, και να παρέμβει σ’ αυτήν, πολιτικοποιώντας τις διάσπαρτες αυθόρμητες αντιστάσεις, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις αιτίες και την ανάγκη υπέρβασης της πολλαπλής (πολιτικής, ιδεολογικής, οργανωτικής) κρίσης της Αριστεράς, συνομιλώντας με όποιες δυνάμεις αγωνιστ(ρι)ών «απελευθέρωνε» αυτή στους διάφορους οργανωμένους κομματικούς χώρους. Δεν είναι τυχαία η εκτίμηση που απέσπασε η Β’ Πανελλαδική σε ιδεολογικούς χώρους πολύ πέραν αυτού της καταγωγής της, όπως αυτός της αυτονομίας. Ακόμα κι αν το όλο εγχείρημα δεν ευοδώθηκε, δεν είναι καθόλου αδιάφορο, ειδικά για όσους δεν έχουν πάψει να προσβλέπουν σε μια Αριστερά ικανή να δίνει νικηφόρους αγώνες.
Χρήστος Βαλλιάνος, ΣΒ Βορειοανατολικών
	    	






