Γράφει η Δώρα Σταθοπούλου
Η κυβέρνηση πιεσμένη από την αύξηση των τιμών στην ενέργεια και τα βασικά αγαθά αποφάσισε την αύξηση στον νομοθετημένο κατώτατο μισθό, με ονομαστικούς όρους. Πρόκειται για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ μικτά ή 43 ευρώ καθαρά (1,5 ευρώ ημερησίως), δηλαδή στην αύξηση του κατώτατου μισθού από 663 σε 714 ευρώ μικτά. Την αύξηση αυτή εξήγγειλε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ο οποίος στο διάγγελμα του ανέφερε χαρακτηριστικά «Κάθε αύξηση δεν πρέπει να επιβαρύνει ούτε την ανταγωνιστικότητα, ούτε το κόστος, ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, που το μετατρέπουν σε αντικίνητρο για νέες προσλήψεις.(…) Το ποσοστό αύξησης του πρώτου μισθού απασχόλησε πολύ την αρμόδια επιτροπή, τους κοινωνικούς εταίρους, όσο και τον υπουργό Εργασίας. Όμως αποτελεί πολιτική μας απόφαση». Πράγματι από το 2012 μέχρι και σήμερα ο κατώτατος μισθός είναι μια διοικητική πράξη του Υπουργού Εργασίας!
Μηχανισμός κατώτατου μισθού.
Στην Ελλάδα από το 1998 μέχρι τη ψήφιση του ν. 4093/2012, ο κατώτατος μισθός καθοριζόταν με συλλογικές συμβάσεις, μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ, για την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Έκτοτε ο κατώτατος μισθός είναι δουλειά του κράτους. Η όλη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού θεσμοθετήθηκε με τη μνημονιακή διάταξη[1] που ενσωματώθηκε στο εργατικό δίκαιο. Για πρώτη φορά η διαδικασία ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2019[2]. Στην εν λόγω διάταξη ρητά αναφέρεται ότι ο κατώτατος μισθός καθορίζεται:
«1.α.Έπειτα από διαβούλευση, που διεξάγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα, ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας.
β. Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης, υπολειπόμενες από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο ή της αντίστοιχης προκύπτουσας αναλογίας για τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης(….)
3.Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών.
4.α. Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της Κυβέρνησης (…)».
Στο πλαίσιο αυτό τα κυρίαρχα κριτήρια για την διαμόρφωση του κατώτατου μισθού είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η παραγωγικότητα της εργασίας και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Η δε απόφαση για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού είναι κυβερνητική απόφαση κατόπιν «διαβούλευσης»[3] με μερίδες του κεφαλαίου και της ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, τα μέλη της οποίας διορίζονται από το κράτος[4].
Πίνακας 1. Οι προτάσεις των φορέων στο πλαίσιο του μηχανισμού διαβούλευσης για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού (2022).
Το παρον άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από commune.org.gr