Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη φετινή ΔΕΘ παρουσιάστηκαν κατά κύριο λόγο ως ένα πακέτο “παροχών” με μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ειδικά για τους γονείς και τους νέους κάτω των 30 ετών, μείωση του ΕΝΦΙΑ και λοιπών φόρων εισοδήματος για την ελληνική περιφέρεια, μειώσεις φόρων στο εισόδημα των ιδιοκτητών-εκμισθωτών ακινήτων, μειώσεις στα τεκμήρια διαβίωσης, καθώς και γενναίες φοροελαφρύνσεις για τη πολεμική βιομηχανία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα λίγο από την αρχή.
Για να καταλάβουμε την μετακρισιακή και μεταπανδημική δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα θα πρέπει να ξέρουμε ότι αυτή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό α) σε ένα «επίτευγμα» του ΣΥΡΙΖΑ και β) στην εκτίναξη της ακρίβειας από το 2021 και μετά. Το 2018, η χώρα και η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πέτυχαν μια σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους. Σημαντική για τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα κρατικά ταμεία, και όχι για την εργατική τάξη και τις άλλες κυριαρχούμενες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Εξαιτίας αυτής της αναδιάρθρωσης, οι χρηματαγορές ξεκίνησαν ξανά να δανείζουν το ελληνικό δημόσιο, τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις. Για να είναι μακροπρόθεσμη αυτή η νέα συνθήκη θα πρέπει να δημιουργούνται συνεχώς υπερπλεονάσματα, δηλαδή πλεονάσματα πάνω από τους στόχους που θέτουν ακόμα και οι μνημονιακές συμφωνίες, ακριβώς για να μπορούν κράτος, τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν «πρόσωπο» στις χρηματοαγορές καλύτερο, πολλές φορές, και από αντίστοιχους φορείς, άλλων ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης.
Πώς όμως δημιουργούνται τα υπερπλεονάσματα; Πριν απαντήσουμε στην κρίσιμη αυτή ερώτηση θα πρέπει να ξέρουμε ότι το «βάρος» και ο πραγματικός αντίκτυπος των ανακοινώσεων «ΔΕΘ» πρέπει πάντα να συγκρίνονται με τις συνθήκες της μετακρισιακής – μεταπανδημικής δημοσιονομικής εκτέλεσης και όχι με την φαινόμενη «γενναιοδωρία» τους ή την «στοχευσιμότητα» τους. Το 2024 η Ελλάδα ήταν, ίσως, η πρώτη από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ο μηχανισμός δημιουργίας των υπερπλεονασμάτων (από την πλευρά των δημοσίων εσόδων) στηρίζεται σε δύο σκέλη: Το πρώτο σκέλος, και το σημαντικότερο, είναι η στήριξη των δημοσίων εισπράξεων στους έμμεσους φόρους, δηλαδή στον ΦΠΑ και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ). Αυτή επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα: Όσο μικρότερο είναι το εισόδημα τόσο αυξάνεται το ποσοστό του που πάει στην κατανάλωση και άρα όσο μικρότερο είναι το εισόδημα τόσο αυξάνεται το ποσοστό της συνδυασμένης έμμεσης φορολόγησης (ΦΠΑ + ΕΦΚ).
Το δεύτερο σκέλος είναι ο λεγόμενος «κρυφός» άμεσος φόρος που κρύβεται στη μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών συντελεστών: Με απλά λόγια, η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων πέφτει σημαντικά, όταν ο συσσωρευμένος πληθωρισμός μιας χρονικής περιόδου είναι υψηλός και καθιστά την πραγματική άμεση φορολόγηση των εισοδημάτων μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, η αφορολόγητη κλίμακα για τους μισθωτούς, μένει σταθερή τα τελευταία χρόνια, αλλά η αγοραστική δύναμη αυτού του αφορολόγητου ποσού έχει μειωθεί πολύ, και άρα ο φόρος που το επιβαρύνει μεγαλώνει. Έτσι, σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών συντελεστών γίνεται κρίσιμος παράγοντας αύξησης του φορολογικού βάρους. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ακόμη κι όταν έχουμε αυξήσεις στα ονομαστικά εισοδήματα, πχ κατώτατος μισθός, αν αυτές δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη προσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων και του αφορολόγητου, που να παρακολουθούν τις αυξήσεις στα ονομαστικά εισοδήματα, το πραγματικό εισόδημα καταλήγει τελικά να συρρικνώνεται. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ονομαστικά εισοδήματα από τη μία αποτυγχάνουν να παρακολουθήσουν την αύξηση του κόστους ζωής, ενώ από την άλλη εμπίπτουν σε υψηλότερες φορολογικές κλίμακες, άρα τα ίδια πραγματικά εισοδήματα φορολογούνται περισσότερο, την ίδια στιγμή που η αυξήσεις των τιμών αυξάνουν και την έμμεση φορολόγηση των νοικοκυριών. Αποτέλεσμα, η αύξηση των φορολογικών εσόδων για το ίδιο το κράτος, στις πλάτες του λαού.
Παράλληλα, ένα άλλο χαρακτηριστικό του επί της ουσίας ταξικού χαρακτήρα των φορολογικών εξαγγελιών της κυβέρνησης είναι και η μεσοσταθμική μείωση, κατά 30%, των τεκμηρίων διαβίωσης στα ακίνητα πρώτης και δεύτερης κατοικίας, τα αυτοκίνητα και τα σκάφη αναψυχής. Ο οριζόντιος τρόπος, από άποψη συντελεστών, με τον οποίο γίνεται αυτή, ευνοεί δυσανάλογα πολύ περισσότερο τους ιδιοκτήτες και χρήστες μεγάλων ακινήτων και σκαφών αναψυχής, που έχουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το αποκρύπτουν.
Έτσι λοιπόν οι εξαγγελίες της ΔΕΘ, όσο “γενναιόδωρες” και στοχευμένες και να φαίνονται, «σβήνουν» ένα πολύ μικρό κομμάτι των συνολικών επιβαρύνσεων, επί των διαθέσιμων εισοδημάτων, και κυρίως όσον αφορά τα χαμηλά διαθέσιμα εισοδήματα. Η «ΔΕΘ», όσο μένει εντός της λογικής των υπερπλεονασμάτων, διατηρεί τις βασικές επιβαρύνσεις, επί των διαθέσιμων εισοδημάτων και προτιμά να ανακοινώνει «επιλεκτικές ελαφρύνσεις», για να μην θίξει τον πυρήνα της δημοσιονομικής λογιστικής που είναι η αύξηση των κρατικών εσόδων, εν μέσω ακρίβειας, στην «πλάτη» των κυριαρχούμενων τάξεων και χωρίς πολιτικό κόστος.
Εκτός όμως του πυρήνα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, καθοριστικός είναι και ο παράγοντας της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Μιας πολιτικής που στην καρδιά της βρίσκεται η απαξίωση και η περιστολή του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών δαπανών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση της οικονομίας, που οδηγεί στη δημιουργία και διόγκωση καρτέλ και ολιγοπωλίων, το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων, η απαξίωση της δημόσιας-δωρεάν υγείας και εκπαίδευσης, η καταστροφή του περιβάλλοντος. Όλα τα παραπάνω συντελούν καθοριστικα στη διαρκή έμμεση μείωση του πραγματικού διαθέσιμου λαϊκού εισοδήματος, που εκφράζεται φυσικά μέσω του φαινομένου της ακρίβειας, και την οποία κανένα φορολογικό ημίμετρο δεν μπορεί να ανακόψει .
Έτσι εξηγείται και η δραματική μείωση της αποταμίευσης στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat (+13,2 % στην ΕΕ -1,9% στην Ελλάδα). Μείωση που έχει ταξική διάρθρωση, αφού αφορά την αποταμίευση των χαμηλών εισοδημάτων· αντίθετα η αποταμίευση των ανώτερων εισοδημάτων είναι από τις μεγαλύτερες στην ΕΕ.
Πέραν όμως της ταξικής λογικής που έχει αναδειχθεί ήδη, υπάρχει και μια άλλη προβληματική μακροοικονομική λογική στην φορολογική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η λογική της διαρκούς και ουσιαστικά περιορισμένης μείωσης των άμεσων φόρων, που πολλές φορές ωφελεί δυσανάλογα πολύ τα μεγάλο κεφάλαιο, και της ταυτόχρονης διατήρησης της ασφυστικά υψηλής έμμεσης φορολογίας, που είναι οριζόντια, και άρα από τη φύση της άδικη, και πλήττει πολύ περισσότερο ποσοστιαία τα χαμηλά εισοδήματα.
Αναφορικά με τη στέγη και την μείωση της φορολογίας στα εισοδήματα 12.000-24.000€ ετησίως από εκμίσθωση ακινήτων, αποτελεί μία πολιτική επιλογή που δείχνει για άλλη μία φορά ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία πολιτική βούληση να παρέμβει ριζικά στην αγορά ακινήτων και να επιλύσει το τεράστιο πρόβλημα του κόστους στέγης, που μαστίζει πλατιά και κατα κύριο λόγο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, αντίθετα προσπαθεί να συσπειρώσει γύρω της τον κόσμο της ιδιοκτησίας.
Τέλος, οι γενναίες φοροελαφρύνσεις που εξαγγέλθηκαν για την πολεμική βιομηχανία (ενισχύσεις μέχρι και 150 εκατομμύρια ευρώ ανά επιχείρηση μέσα από εκπτώσεις) δείχνει για άλλη μία φορά την προσήλωση της κυβέρνησης στον ευρωατλαντικό σχεδιασμό ΕΕ και ΝΑΤΟ για τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών προς μία πολεμική κατεύθυνση, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του μεγάλου κεφαλαίου και των εμπόρων όπλων.