Αναδημοσίευση από το alrterthess.
Το Babylon Berlin είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ. Και όπως σε όλα τα καλά νουάρ, το μυστήριο δεν υπάρχει, ή δεν έχει σημασία, ή δεν είναι εκεί που μοιάζει να είναι. Βρίσκεται χαμένο «κάπου στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» που έλεγε κι ο μετρ του είδους.
Εδώ λοιπόν, στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, αστοί και υπηρέτριες, αστυνόμοι και μαφιόζοι, κομμουνιστές, ναζί, φιλελεύθεροι, τραβεστί, μοναρχικοί, τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες, εβραίοι, δημοσιογράφοι ανακατωμένοι σε μια ανηλεή πάλη χωρίς κανόνες, αγωνίζονται να επιβιώσουν, να κυριαρχήσουν, να αποκαταστήσουν το γερμανικό Ράιχ ή να προωθήσουν την παγκόσμια επανάσταση. Με όλο το πλούτο των υλικών της, από τα κουστούμια ως τη μουσική, η σειρά καταφέρνει να αποκαθιστά τόσο ωραία την ατμόσφαιρα της εποχής, που ξεφεύγει από τις αισθητικές αξιώσεις μιας μέηνστρημ σειράς και κάνει λίγο τέχνη. Σε σπρώχνει να κατανοήσεις, ή έστω να αναρωτηθείς, πώς έζησαν αυτοί οι άνθρωποι, μέσα σε αυτή τη μοναδική, την πιο τρελή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης όλα ήταν εφικτά, από το καλύτερο ως το χειρότερο. Σκεφτείτε: αν δεν ξέραμε τίποτα και ακούγαμε μια ιστορία για μια χώρα κατεστραμμένη από τον απόλυτο πόλεμο, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια έκανε 1-2 επαναστάσεις, δέκα εξεγέρσεις, 2-3 πραξικοπήματα και τελικά έφτασε να στήσει στα κρυφά το μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο και να ξεκινήσει νικηφόρα έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, θα λέγαμε ότι αυτά δεν γίνονται παρά μόνο στη φαντασία. Κι όμως, έγιναν.
Κι επειδή πια ξέρουμε ότι έγιναν, βλέποντας το Babylon Berlin έχουμε την περίεργη, κάπως άβολη, αίσθηση της ματαιότητας. Είναι σαν να έχουμε φάει το χειρότερο σπόιλερ, σαν να ξέρουμε το τέλος. Όχι μόνο το τέλος της σειράς, αλλά το απόλυτο τέλος, το τέλος όλων των πραγμάτων. Βλέπουμε τους πρωταγωνιστές στο 1929, στην καρδιά της κρίσης, να παλεύουν να βρουν τον κακό, ή να βρουν να φάνε, ή να σώσουν τη δημοκρατία και λες, άστο, ξέρω που κατέληξε όλο αυτό. Μπροστά στο αδιανόητο που ήρθε τέσσερα χρόνια μετά, όλα αυτά μοιάζουν χωρίς νόημα.
Όμως δεν ήταν. Όταν οι άνθρωποι αυτοί -ανάλογα με τις ιδέες ή την τάξη τους- πάλευαν για την κοινωνική επανάσταση ή την εθνική αναγέννηση, όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά. Προς επίρρωση αυτού, το ενδεχόμενο που τελικά κυριάρχησε ήταν τότε ακόμα το πιο απίθανο, σχεδόν γελοίο. Είναι άδικο για αυτούς τους ανθρώπους, για τους μικρούς και μεγάλους αγώνες τους, να τους κοιτάζουμε σήμερα με την υπεροψία της εκ των υστέρων γνώσης.
Παραδόξως, μια αντίστοιχη αίσθηση σπόιλερ, μια αίσθηση ότι πάντα «ξέρουμε που θα καταλήξει αυτό», έχουμε όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν, για το περίεργο παρόν που ζούμε. Μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε τα πράγματα, να προβλέπουμε το μέλλον, να φοβόμαστε, να ελπίζουμε μέσα σε ένα τελείως στενό πλαίσιο, αυτό που επιβάλλεται από ένα διαρκές παρόν. Μαθαίνουμε να μην βλέπουμε τους άπειρους δρόμους που ανοίγονται σε κάθε στροφή της ιστορίας, μαθαίνουμε να ξεχνάμε την ιστορία, όχι την ιστορία που έγινε, άλλα την ιστορία που γίνεται. Μαθαίνουμε ότι η ιστορία έχει τελειώσει. Ακόμα και αυτή η αίσθηση όμως, είναι ιστορική: είναι το πιο πρόσφατο -και το πιο σπουδαίο- επίτευγμα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Είναι σπουδαίο, αλλά είναι λάθος. Κανείς δεν μπορεί να μας κάνει σπόιλερ για το μέλλον. Κάθε στιγμή, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Από τα καλύτερα ως τα χειρότερα (αν και συνήθως τα τελευταία τα αποδεχόμαστε πιο εύκολα από τα πρώτα). Μπορούμε για παράδειγμα να πάψουμε να είμαστε η πρώτη γενιά που ζει χειρότερα από την προηγούμενη, δεν είναι γραμμένο στη μοίρα μας. Ή μπορούμε να βουλιάξουμε σιωπηλά στην κρίση και την ανεργία για άλλα 30 χρόνια. Μπορούμε να βρούμε δουλειές για όλους, να πάρουμε το Ελληνικό από το Λάτση, να κάνουμε καλό θέατρο, ή ό,τι άλλο φαντάζεται ο καθένας κι η καθεμιά – ορθότερα, όχι ο καθένας, αλλά πολλοί και πολλές από εμάς.
Μπορεί, λέμε εμείς, να μην είμαστε τελικά υποχρεωμένοι να μένουμε μια ζωή στο περιθώριο, να διαμαρτυρόμαστε για την κυβέρνηση ή την ανίκανη αριστερά και όταν χρειαστεί να στηρίζουμε με μισή καρδιά κόμματα και οργανώσεις που δεν μας πείθουν. Μπορεί να τα καταφέρουμε και να φτιάξουμε μια νέα αριστερή συλλογικότητα, που να κινητοποιήσει ξανά όσους βαρέθηκαν ή όσες κουράστηκαν ή όσους δεν χωράνε στα αποτυχημένα σχήματα και να βοηθήσει τα κινήματα και να πάρει και την κυβέρνηση αν χρειαστεί και να αλλάξει τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων και να πάψουν να πεινάνε τα παιδιά στην Καλκούτα.
Μπορεί βέβαια και όχι. Αν το δούμε αυστηρά μάλιστα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πιο πιθανό είναι το όχι. Αν δηλαδή έχει κάποιος να στοιχηματίσει 50 ευρώ, θα έλεγα να τα παίξει στο όχι. Αν όμως θέλει να στοιχηματίσει πιο σημαντικά πράγματα, ας πούμε τον χρόνο, την ψυχή, τις γνώσεις ή τα χέρια της, θα έλεγα να τα παίξει στο ναι, γιατί αυτό αξίζει ως προοπτική. Αυτό ακριβώς το στοίχημα αποφασίσαμε να βάλουμε και την Δευτέρα 19 Απρίλη θα σας πούμε το πώς προτείνουμε να γίνει, θα σας ακούσουμε και θα σας καλέσουμε να το παίξουμε μαζί.
Και για να γυρίσουμε κλείνοντας στο υπέροχο Babylon Berlin, αν κάτι μας υποδεικνύει είναι ότι στην εποχή των άκρων, τα πιο τρελά σχέδια είναι αυτά που τελικά επικρατούν. Το αναμενόμενο χάνει. Η αλήθεια δεν ήταν κάπου στη μέση, στη συνήθεια και το συμβιβασμό, στους βαρετούς σοσιαλδημοκράτες ή τους συντηρητικούς εθνικιστές, αλλά στα άκρα, ίσως πιο πέρα και από τα άκρα που κάθε φορά βλέπουμε.