Συμβολή στον προσυνδιασκεψιακό διάλογο του Κώστα Ξύδα (ΣΒ Νοτίων Δυτικών Πειραία)
Πριν την ανάγνωση, ας ληφθεί υπόψη ότι οι ενότητες έως και τη Δ γράφτηκαν πριν την 28/2 (οι πρώτες αρκετά νωρίτερα).
Περιεχόμενα/Οδηγός σύντομης ανάγνωσης:
Εισαγωγή 🡪 2 σελίδες
Α. Η πολιτική σταθερότητα της νέας Νέας Δημοκρατίας τα χρόνια που πέρασαν 🡪 3 σελίδες
Β. Τάσεις του υποκειμένου και μια μικρή αποτίμηση 🡪 2 σελίδες
Γ. Η έλλειψη αντιπαραθετικών αφηγήσεων/σχεδίων. 🡪 3,5 σελίδες
Δ. Για την κομμουνιστική αριστερά, τα ελαττώματα και τα παθήματά της 🡪 4 σελίδες
Ε. «Ρεαλιστική ανυπακοή» : Κριτική σε ένα κατέβασμα με το Μερα25 🡪 2 σελίδες
Ζ. «Κάθε ταξικός αγώνας είναι πολιτικός» : Διαχωρίζοντας το πολιτικό από την «πολιτική» 🡪 0,5 σελίδες
Η. Θέτοντας ξανά ορίζοντες 🡪 4 σελίδες
Θ. Πολύ σύντομη αυτοκριτική 🡪 0,5 σελίδες
Ι. Επίλογος 🡪 0,5 σελίδες
Επιχειρώντας να γράψω ένα κείμενο εσωτερικού διαλόγου, ήταν δύσκολο να βρω τί χρειάζεται να υπογραμμιστεί κυρίαρχα ώστε να συμπεριληφθεί στον τίτλο. Ωστόσο εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι εστίασα περισσότερο στο να βρω μια κάποια απάντηση στην πολιτική κόπωση που νιώθω από την κατάσταση εντός κοινωνίας, εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, Αναμέτρησης. Ένα κομμάτι του πολιτικού μου εαυτού βρίσκεται με τον κόσμο που έχει αποστρατευθεί, με ένα άλλο κομμάτι να προσπαθεί να περισώσει την επαφή του με τον χώρο, ενώ έχω παράλληλα την αίσθηση ότι σε αυτή τη συνθήκη θα μπορούσαν να δουν αρκετά μέλη και μη τον εαυτό τους. Κάπως έτσι, είμαι μαζί εκείνος που δυσκολεύεται να δει κάποια προοπτική και εκείνος που προσπαθεί να τον πείσει πως η ιδιώτευση είναι ένα ακόμα χειρότερο πρόβλημα να έχει κανείς.
Καθ’ότι ωστόσο η μη ιδιώτευση δεν αποτελεί σχέδιο και πάει καιρός από όταν ο χώρος στον οποίο ανήκουμε είχε κάτι που να παραπέμπει σε σχέδιο, θα πρέπει σίγουρα να ξεκινήσουμε από τη χαρτογράφηση των ελλείψεων και των χαρακτηριστικών μας που δεν μας βοηθούν, κάτι που βέβαια προϋποθέτει ότι δεν θα αποφύγουμε σοβαρές αποτιμήσεις. Ο κυρίαρχος κίνδυνος για εμένα είναι να διολισθήσουμε σε μια κουβέντα και ένα «σχέδιο» που απλά δεν με αφορά γιατί δεν με συμπεριλαμβάνει στην αφήγηση που δημιουργεί. Πόσο άλλωστε θα μπορούσε να με αφορά η παρακολούθηση μιας χορογραφίας συναντήσεων κορυφής με μόνη ελπίδα να έχω κάπου να το ρίξω στις εκλογές; Βρισκόμαστε ήδη σε ένα αντιφατικό σημείο που ενώ κυρίαρχα η συζήτηση αφορά το τί κάνουμε «κεντροπολιτικά», τα πανό της Αναμέτρησης που ανοίγουν μετρούν συνήθως 10-15 μέλη από πίσω τους, οι διαθεσιμότητες είναι λιγοστές, το εκτόπισμά μας σε σημαντικό βαθμό πλασματικό και ταυτόχρονα δεν συζητάμε επαρκώς τί είναι αυτό που μας καθιστά μέλη πέρα από το να συνεδριάζουμε επί εισηγητικών κειμένων και να πηγαίνουμε σε πορείες. Για όλα αυτά υπάρχουν εξηγήσεις, που δεν αφορούν μονάχα το διάστημα ύπαρξης της οργάνωσης αλλά διαπερνούν το σύνολο του χώρου μας και κάποιες φορές πηγάζουν από παλαιότερες παραδοχές του κομμουνιστικού (ή και όχι) κινήματος. Αντί λοιπόν για έναν κοντόφθαλμο καταμερισμό ευθυνών, ας αναζητήσουμε αυτές προκειμένου να αποφύγουμε την σπασμωδικότητα των κινήσεων όλου του χώρου που αφήνουν την αίσθηση της μέρας της μαρμότας. Αυτή η σπασμωδικότητα είναι που σχηματοποιεί μια συζήτηση με όρους διπόλων τα οποία χρειάζεται να αποφύγουμε, όπως οπορτουνισμός-σεχταρισμός, κινηματισμός-θεωρητικισμός, κοινωνικό-πολιτικό, τα μεγάλα – τα μικρά κ.ο.κ. και που πολλές φορές έχουν εμφανιστεί ιστορικά.
Αυτό όμως που χρειάζεται να υπογραμμίσουμε είναι άλλο. Μακριά από ντουρωματικές μεγαλοστομίες που καλύπτουν την ηττοπάθεια και αφηγήσεις που συμπεριλαμβάνουν μονάχα τους αφηγητές τους, αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια κίνηση στην οποία θα βρισκόμαστε λόγω μιας δύσκολης συγκυρίας και όχι παρά την ύπαρξή της. Μια συλλογικότητα των ανθρώπων που αντανακλαστικά πιάνονται από το χέρι που προσπαθεί να πιαστεί από το δικό τους και αποκτώντας στον εαυτό της πίστη, δημιουργεί τους όρους για να φανταστεί πώς θέλει να μοιάζει η επόμενη εξέγερση, σηκώνοντας τον πήχη των προσδοκιών μετά από καιρό. Τη θολότητα αυτής της περιγραφής θα προσπαθήσω να τη συγκεκριμενοποιήσω παρακάτω.
Πριν ξεκινήσει ο κορμός όμως αυτού του κειμένου, είναι καλύτερο να ορίσουμε τους όρους με τους οποίους θα θέλαμε να διεξαχθεί η συζήτηση που έχει ανοίξει. Πέρα από το να εξοβελίσουμε τρόπους πειθούς που δεν μας αντιστοιχούν (επίθεση στο ήθος του αντιπάλου, δημιουργία διπόλων, δημιουργία «σκιάχτρων»), μια καλή συμβουλή για το «Πώς πρέπει να συζητήσωμε» μας δίνει και ο Παντελής Πουλιόπουλος από το μακρινό 1927:
«Πρώτον. Να μη θεωρούμε τη συζήτηση για προσωπική. […] Όποιος δεν είνε σε θέση να ξεχωρίση μέσα από τα προσωπικά στοιχεία όσα συνδέονται με τα γενικά συμφέροντα του κινήματος, ας παρακολουθήση μονάχα και ας μη φέρη σύγχυση με την εμφάνισή του. […]
Δεύτερον. Να λέμε αδίσταχτα τα λάθη που έγιναν και τις εσφαλμένες αντιλήψεις που επεκράτησαν άλλοτε ανάμεσά μας, έχοντας βάση την πείρα και τα διδάγματά της. […] Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να κάνωμε μια πραγματική αυτοκριτική, όχι απλώς να την παραδεχόμαστε θεωρητικά σαν μια αφηρημένη αρχή.
Τρίτον. Να μη διστάζωμε να λέμε τα πράματα όπως είνε, από τον φόβο μήπως χαρακτηριστούμε «απαισιόδοξοι». Όποιος αναζητά με μια ειλικρινή ανησυχία τα μέσα και τις μεθόδους για να αντιμετωπιστεί μια όσο και αν είνε άθλια κατάσταση μέσα στο κίνημα, κάθε άλλο παρά απαισιοδοξία δείχνει, γιατί στην αναζήτησή του ξεκινά από την πεποίθηση ότι το κίνημα έχει μέσα του αρκετή ζωτικότητα για να συμπληρώσει τις ελλείψεις του. Αντίθετα «απαισιόδοξος» είνε ο φόβος μπροστά στην αλήθεια.»
Τηρώντας κατά το δυνατόν τα παραπάνω, γράφονται και τα παρακάτω.
Α. Η πολιτική σταθερότητα της νέας Νέας Δημοκρατίας τα χρόνια που πέρασαν
Σε μια συζήτηση αποτίμησης των εθνικών εκλογών στη ΣΒ ΝΔΠ, προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε αν κυρίαρχα το αποτέλεσμα προέκυψε από κάποιες κινήσεις της κυβέρνησης σε οικονομικό επίπεδο («ανάπτυξη», επιδόματα κ.ο.κ.) ή από το γεγονός ότι ο κυβερνητικός λόγος είναι πανταχού παρών (σημείωση: ίσως και ακόμα στη κουβέντα με έναν γείτονα ως ενσωμάτωση της ατομικής ευθύνης). Αν και η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, πρέπει να ψηλαφίσουμε τί χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μορφή της δεξιάς.
Μετατοπίζοντας την κοινωνία δεξιά – «Συμπολίτες μου»
Τον Μάρτιο πριν τις τελευταίες εθνικές εκλογές, η MRB πραγματοποιεί μια έρευνα για την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Το βασικό «ανησυχητικό» εύρημα βρίσκεται σε ένα ερωτηματολόγιο όπου τα ερωτώμενα καλούνται να απαντήσουν πώς αισθάνονται. Η απάντηση «οργή» βρίσκεται πρώτη με 63,4%, ενώ μέχρι το τέλος του Απριλίου θα βρίσκεται στο 40,7%, χάνοντας την πρωτιά από την απάντηση «παραίτηση/απογοήτευση» με 42,7%.Το έγκλημα των Τεμπών δεν φαίνεται να επηρεάζει το αποτέλεσμα των εκλογών και η ΝΔ βγαίνει πρώτη με το γνωστό ποσοστό. Όλα αυτά ενώ η Ακρίβεια και η Δημόσια Υγεία θεωρούνται πλειοψηφικά τα σημαντικότερα προβλήματα. Το γεγονός ότι σε 4 χρόνια διακυβέρνησης επί πανδημίας, η ΝΔ υποβάθμισε το ΕΣΥ και μεθόδευσε την εισβολή των ιδιωτών στην υγεία δεν την απέτρεψε από το να ορίσει ως τρίτο από τους 3 προεκλογικούς στόχους της την «καλύτερη δημόσια υγεία», την οποία βλέπουμε να «υλοποιείται» με απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία με ελλείψεις προσωπικού κ.ο.κ. Άλλωστε, χρόνια τώρα «βλέπουμε το κρατικό ψέμμα να αναπτύσσεται καθαυτό και διεαυτό, έχοντας τόσο πολύ ξεχάσει τον ανταγωνιστικό του δεσμό με την αλήθεια και την αληθοφάνεια ώστε να μπορεί να ξεχνάει τον ίδιο του τον εαυτό και να αντικαθίσταται από τη μια στιγμή στην άλλη». Δίπλα στα βίντεο της καμπάνιας του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας επί καραντίνας για τους ήρωες υγειονομικούς, βλέπουμε τις προσπάθειες να σιωπήσουν οι συνδικαλιστές γιατροί για τις ελλείψεις και τον πρωθυπουργό να ισχυρίζεται ότι δεν αποδεικνύεται πως οι ασθενείς των ΜΕΘ έχουν μειωμένο ποσοστό θνησιμότητας. Δίπλα στον Χαρδαλιά που με περίσσεια σοβαροφάνεια ανακοίνωνε ότι οι πυρκαγιές είναι υπό έλεγχο, διαβάζουμε τις αστείες δικαιολογίες όταν εκείνες ξέφευγαν και βλέπουμε τους πυροσβέστες να απωθούνται από το Υπουργείο με αύρες. Ταυτόχρονα, κάθε νομοθετική αλλαγή ή άλλη παρέμβαση γίνεται έτσι ώστε μπορεί να «πουληθεί» με το κατάλληλο marketing στο κοινό του. Ο νόμος Χατζηδάκι «προστάτευσε» τους εργαζόμενους θεσμοθετώντας την ψηφιακή κάρτα εργασίας, η αστυνομία θα έχει το δικαίωμα να μπαίνει στα σχολεία λόγω του bullying, οι ιδιώτες που επωφελούνται από τις υποδομές του ΕΣΥ «ενισχύουν» τη δημόσια υγεία, η ιδιωτικοποίηση της παιδείας θα βοηθήσει να μην «ξενιτεύονται» για τις σπουδές τους τα ελληνόπουλα.
Καθώς προσπαθεί να περάσει το σκληρό της πρόγραμμα, ταυτόχρονα εντοπίζει «ομάδες πίεσης» (κατά το λεξιλόγιο του κυρίαρχου λόγου) και επιχειρεί να κάνει προσαρμογές που θα της επιτρέψουν να συνεχίσει το έργο της. Ενδεικτικά παραδείγματα οι «4 προτάσεις για την πάταξη της αστυνομικής βίας» μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, η «φορολόγηση των υπερκερδών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας» ή το καλάθι του νοικοκυριού.
Κατά βάση η κυβέρνηση λειτουργεί ως μάνατζερ που καλείται να διαχειριστεί τον υφιστάμενό του ή τον πελάτη του. Είναι εντάξει να πειράξεις τα νούμερα και να δείχνεις όσα σε συμφέρουν, όπως για παράδειγμα ότι ο covid διαδίδεται ευκολότερα σε μια τάξη με λιγότερους μαθητές. Όταν συμβαίνει κάτι κακό, είναι αντιπαραγωγικό να ασκούμε κριτική στις αποφάσεις που έχουν παρθεί και έστρωσαν τον δρόμο για να συμβεί, θα πρέπει να νιώθουμε ευγνωμοσύνη που δεν έγινε κάτι χειρότερο, όπως κάθε χρονιά στις φυσικές καταστροφές «δεν έχουμε νεκρούς». Άλλωστε, μην κάνεις σαν να μην είσαι κι εσύ αμαρτωλός, πρώτα φταις εσύ και η ατομική σου ανευθυνότητα και μετά το κράτος. Παράλληλα δεν υπάρχει κυρίαρχη αλήθεια, απλώς δοκιμή διαφορετικών αφηγήσεων ανάλογα με το επιθυμητό μείγμα υλοποίησης πολιτικών και απήχησης.
Αυτό όμως που μας ζητά μετ’ επιτάσεως ο κυρίαρχος λόγος είναι να φοβηθούμε.
Να φοβηθούμε τον μετανάστη/ρομά/κινηματικό/τοξικοεξαρτημένο/νοσούντα.
Να τον βαφτίσουμε εχθρό και αφού έτσι τοποθετήσουμε τον εαυτό μας εκτός κοινωνίας, να κάνουμε «rally ‘round the flag» και να ζητάμε απελπισμένα την προστασία του «καθαρού» κράτους Λεβιάθαν από αυτή τη ζούγκλα, γινόμενοι οι ρουφιάνοι του (με το αζημίωτο πάντα όπως ορίζει ο νόμος). Και αν δεν φοβηθούμε τα σκιάχτρα, θα πρέπει να φοβηθούμε πως ό,τι κάνουμε για να αντισταθούμε είναι μάταιο.
Αν δεν τύχει λοιπόν ο πρωθυπουργός να παρακολουθήσει κάποιον Μαρινάκη ώστε αυτός να τσαντιστεί και να χρησιμοποιεί τα μέσα επικοινωνίας που έχει στην κατοχή του εναντίον του, πολλά περνάνε «στα ψιλά». Σε κάθε περίπτωση όμως, η ενημέρωση είναι θέαμα και «το θέαμα είναι ο μη-διακοπτόμενος λόγος που η παρούσα τάξη πραγμάτων επιφυλάσσει για τον εαυτό της, ο εγκωμιαστικός της μονόλογος. Είναι η αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας στην εποχή της ολοκληρωτικής της διαχείρισης των συνθηκών ύπαρξης». Εν τέλει αυτό που θα συζητηθεί είναι το γιατί να μην πληρώνουν οι γονείς ενός μαθητή για το θρανίο που έσπασε επειδή είναι δημόσια περιουσία και όχι πώς αυτή έχει πληγεί από τις ιδιωτικοποιήσεις ή πού πάνε τέλος πάντων τα λεφτά των φορολογούμενων για να μην πηγαίνουν στην εκπαίδευση.
Ο στόχος της απόσπασης συναίνεσης και την παράλληλης επίθεσης στην όποια διαφωνία με στόχο «να μην επιστρέψει η Αριστερά ποτέ ξανά στην εξουσία», δεν θα μπορούσε να επιτυγχάνεται τόσο συντονισμένα χωρίς μια στρατιά συμβούλων/υπηρεσιών. Χρειάζονται κάμποσοι Greenberg και μια Team Jorge για μια προεκλογική καμπάνια, μια McKinsey για την οργάνωση της εμβολιαστικής εκστρατείας ή μια Palantir και ένα Predator για την επιβολή της τάξης. Πέρα από τον τεχνοκρατισμό, αυτό το outsourcing λειτουργιών είτε ενός κόμματος είτε ενός κράτους, δεν μπορεί παρά να απαιτεί και να οδηγεί σε αφενός μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό και αφετέρου μια πολύ πιο γοργή διεθνοποίηση των τεχνολογιών εξουσίας από αυτή των μορφών αντίστασης, ομογενοποιώντας σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τα Δυτικά κράτη.
Η οικονομία – «Όποιος αρνείται να προσαρμοστεί, δυστυχώς, πεθαίνει»
Ενώ θα είχε νόημα να μιλήσουμε για τη μερική/ολική ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών, τον πληθωρισμό, την καρτελοποίηση της αγοράς ή την πλασματική ανάπτυξη που προέρχεται από τον κλάδο του real estate σαν τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, περισσότερη σημασία έχει να μιλήσουμε για το πώς διαμορφώνεται μια κοινωνία του ενός τρίτου, όπου λίγο πολύ τα 2/3 επιβιώνουν και το 1/3, μπορεί να ζει ικανοποιητικά, είτε επειδή έχει κάποια συνδιαλλαγή με τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, είτε επειδή βρίσκεται σε θέσεις σημαντικής εξειδίκευσης σε αναπτυσσόμενους τομείς. Δεν είναι τυχαίο όμως που σε κάποιους από αυτούς τους τομείς αρθρώθηκαν αντίστοιχα αντιστάσεις από τους εργαζόμενους που σε γενικές γραμμές δεν έχουν προοπτική ανέλιξης (cosco, ντελιβεράδες, τηλεφωνικά κέντρα).
Ωστόσο η αστική τάξη που θα παρήγαγε «τους ίδιους της τους νεκροθάφτες», έχει παράξει τρόπους διαχείρισης των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων, καθιστώντας ένα κομμάτι τους νεκροθάφτη του υπόλοιπου. Μια οικονομία που δεν μπορεί πλέον να μοιράσει προνόμια, χρειάζεται άλλωστε να μετακινήσει την κοινωνική κλίμακα όλο και χαμηλότερα κάτω από τον μηδενικό άξονα, αφαιρώντας δικαιώματα, φτάνοντας ως την θανάτωση ή την απειλή της, όχι μόνο για να πειθαρχήσει, αλλά και για να δημιουργήσει πεδία κερδοφορίας (πχ ιδιωτικές φυλακές).
Το «πανταχού παρόν» κράτος-τιμωρός
Εδώ πραγματικά θα ήθελα να μπορώ να γράψω παραπάνω αλλά δεν είμαι ο καταλληλότερος, οπότε θα σταθώ στο να αναφέρω τα εξής.
Σε προέκταση της ατομικής ευθύνης όπου λίγο πολύ όλα είμαστε ένοχα ως αποδείξεως του αντιθέτου, το κράτος έχει κάθε δικαίωμα να εισέλθει σε πτυχές της ζωής όπου μπορεί να μην ήταν παρόν ή έστω τόσο παρόν. Στην πραγματικότητα υπάρχει η υιοθέτηση ενός δόγματος μηδενικής ανοχής. Τα συλλογικά αντίποινα σε οπαδούς, ο νόμος για τις διαδηλώσεις, ο νέος ποινικός κώδικας και η αυστηροποίηση ποινών, η δυνατότητα επέμβασης της αστυνομίας στα σχολεία, οι παλαιστινιακές σημαίες ως παράνομες, η τοποθέτηση 1.400 καμερών σε όλη την Αθήνα, οι παρακολουθήσεις AI, αλλά κυρίως οι δολοφονίες μεταναστών και Ρομά μάλλον αυτό δείχνουν.
Ταυτόχρονα, όσες περιμένουν να προστατευτούν από άντρες και στρέφονται στην ΕΛΑΣ, θα μείνουν να χτυπάνε άδικα ένα panic button σε κάποια εφαρμογή. Μην ξεχάσει η νεολαία επίσης να κατεβάσει τη νέα εφαρμογή safe youth για ασφαλή περιήγηση στο internet και να εξοικειωθεί με την ενότητα My Police.
Β. Τάσεις του υποκειμένου και μια μικρή αποτίμηση
Εισαγωγικά, αυτή η ενότητα λειτουργεί περισσότερο ως μια έκκληση να μιλήσουμε επιτέλους κάποια στιγμή σοβαρά για το υποκείμενο και τη σχέση του με εμάς, σε μια συνθήκη όπου έχω την αίσθηση ότι έχουμε ξεχάσει τί σημαίνει προπαγάνδιση καλεσμάτων και ανατροδοφότηση από την άμεση επικοινωνία, ενώ ταυτόχρονα στο κομμάτι του πολιτικού λόγου απεκδυόμαστε τις τάσεις του υποκειμένου που μας διατρέχουν, τοποθετώντας μας έξω από αυτό.
Επιβιωτισμός και ηττοπάθεια
Πρώτα θα πρέπει να ψηλαφίσουμε το κενό βλέμμα εκείνων των εργαζόμενων που ο Σεπτέμβρης τους βρήκε να έχουν απλώς επιβιώσει του καλοκαιρινού καύσωνα στο αθηναϊκό τους διαμέρισμα. Κι αυτό επειδή είναι γεμάτο από τη ματαίωση και την παράδοση στους όρους που επιβλήθηκαν στις ζωές μας. Όταν οι σημαντικοί αγώνες φαίνεται να έχασαν, σχεδόν δεν μπορείς παρά να κινηθείς εντός της νέας κανονικότητας. Αν το κράτος λέει ότι η υγεία μου είναι δική μου ευθύνη, έτσι είναι γιατί πρέπει να βρω κάποιον τρόπο να πληρώσω για αυτή. Αν το συλλογικό δε με έσωσε από τα αδιέξοδά μου, τότε η λύση είναι ο επιβιωτισμός άνευ όρων.
Ατομισμός
Στο ίδιο αδιέξοδο πλαίσιο αλλά σε μια καλύτερη κοινωνικά θέση συνήθως, μπορεί να βρεθεί ακόμα κανείς να καταναλώνει καπιταλιστικά «θαύματα», όπως «αυτοδημιούργητους» δισεκατομμυριούχους ή εντερπρενέρ του hustle culture. Αν δεν μπορείς να ρυθμίσεις τους κανόνες του παιχνιδιού, τότε επιχειρείς να εξαγοράσεις την εξαίρεσή σου από αυτούς. Η πιο «χλιαρή» εκδοχή του ατομισμού όμως μάλλον μας είναι πιο οικεία: ένας εργαζόμενος σε αναπτυσσόμενο τομέα σε θέση σημαντικής εξειδίκευσης, με σχετικά καλό μισθό, που είτε είναι προοδευτικός είτε όχι, σηκώνει τους ώμους όταν συζητάει για την επικαιρότητα, για να επιστρέψει στο διευρυμένο cubicle που είναι η ζωή του.
Απώλεια εμπιστοσύνης και συνωμοσιολογία
Σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι περισσότερο μπορεί να υποπτεύονται ο ένας τον άλλον παρά να συνομιλούν, προσπαθώντας ατομικά να βγάλουν νόημα από όλα όσα συμβαίνουν και χάνοντας δικαίως την εμπιστοσύνη τους στην εξουσία, μπορούν να στραφούν στη συνωμοσιολογία. Η ύπαρξη ενός απώτερου σχεδίου «εκείνων» που θέλουν το κακό μας, αποτελεί άλλο ένα αποκούμπι, σαν παραμορφωμένη αντανάκλαση του σχεδίου του Θεού για την ανθρωπότητα. Όσο παράλογη και αν είναι, μια βεβαιότητα παραμένει καθησυχαστική για εκείνον που την πιστεύει, σε ένα περιβάλλον όπου επικρατεί η αίσθηση πως είναι αβέβαιο πόσο αληθής είναι η κάθε πληροφορία (από έρευνες που χρηματοδοτούνται από βιομηχανίες, μέχρι deepfakes & έλεγχο μέσων). Το γεγονός δε ότι ήταν ο Μητσοτάκης αυτός που έθεσε το δίπολο «ορθολογισμός ή συνωμοσιολογία» αρκούσε για να είναι κανείς καχύποπτος απέναντι στους «ορθολογιστές». Αν και κομμάτι και του δικού μας χώρου υπέκυψε στις «σειρήνες» του «ορθολογισμού» την περίοδο του Covid ζητώντας περισσότερες καραντίνες, το γεγονός ότι υπήρχαν συντρόφια που είχαν σχέση με τον χώρο της υγείας ώστε να μη μεσολαβεί ο Τσιόδρας μεταξύ ημών και της επιστήμης, πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε να μην περάσει το δίπολο που είχε τεθεί.
Συντηρητικοποίηση & εκφασισμός
Πάντα κάποιοι θα ζητούν από το κράτος να δαγκώσει περισσότερο, είτε με επιθέσεις προς τον διακηρυγμένο εχθρό, είτε με αυξήσεις ποινών, είτε με την «υπεράσπιση δικαιωμάτων» των «ενεργών μπαμπάδων».
Ωστόσο συγκροτούνται ρεύματα δεξιά της Ν.Δ. με διαφορετικές αποχρώσεις στον πολιτικό τους λόγο και διαφορετικές καταγωγές, με ενδεικτικό αποτέλεσμα να αναπτύσσονται κόντρες μεταξύ Νίκης-Βελόπουλου ή Άδωνι-Λατινοπούλου για το ποιος είναι πιο σωστός Χριστιανός. Αν ήταν να τα χωρίσουμε (που δεν είναι εύκολο), μάλλον θα ήταν τα εξής:
- «Εκπορευόμενα» κυρίως από τον κλήρο, με συνωμοσιολογική κριτική γύρω από τα ζητήματα του εμβολίου και της «διάβρωσης» του θεσμού της οικογένειας.
- Alt-right με μια anti-woke χροιά, εντονότερη προσπάθεια θυματοποίησης του «Έθνους» και πλασάρισμα που επιτρέπει την είσοδο στο mainstream.
- Ανεξάρτητο εθνικιστικό κίνημα, στο οποίο συγκαταλέγονται από τις μορφές που ανέδειξαν τα μακεδονικά συλλαλητήρια μέχρι ομάδες δρόμου όπως οι Athens Autonomous.
Μερικές σημειώσεις ακόμα
Μπορούμε να μιλήσουμε και για τη μεγάλη οργάνωση της αλληλεγγύης εν μέσω πυρκαγιών (κι ας μην ήταν ο χώρος μας πλειοψηφικά εκεί) ή μεγάλες απεργίες του προηγούμενου διαστήματος. Όμως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι χάνουμε τη μάχη ενάντια στον καθημερινό φόβο και τα βασικά συλλογικά προβλήματα συνεχίζουν να μη βρίσκουν συλλογικές λύσεις και έτσι ο λόγος του χώρου μας ακούγεται συχνά σαν απλά μια συνθηματολογία.
Γ. Η έλλειψη αντιπαραθετικών αφηγήσεων/σχεδίων.
Η σοσιαλδημοκρατία θύμα της επιτυχίας της.
“Tony Blair and New Labour”
Margaret Thatcher, απάντηση στο ερώτημα «ποιο είναι το μεγαλύτερό σας κατόρθωμα»
Συχνά ξεχνάμε πόσο η άρχουσα τάξη καταλήγει να πλάθει τις δυνάμεις που επιθυμούν να την ελέγξουν, να σταθούν απέναντί της ή να εκπροσωπήσουν κινήματα/ρεύματα. Τα χρόνια από το μνημόνιο και μετά είναι μια ένδειξη ακριβώς του πόσο αυξήθηκε το consensus μεταξύ διαφορετικών κομμάτων ώστε να καταλήξουν οι διαφωνίες να είναι περισσότερο θέαμα παρά ουσία. Και αυτό επειδή χρειαζόταν να κλείσει το εύρος των πολιτικών που θα μπορούσε να υιοθετήσει μια κυβέρνηση.
Αν το ΠΑΣΟΚ έκοψε απότομα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών τους δεσμούς που είχε με την κοινωνική του βάση, τη βιαιότερη μετάλλαξη υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι το νέο consensus δεν άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη σχεδίων αντιπαραθετικών με τον νεοφιλελευθερισμό των Μνημονίων, όπως και η αναγνώριση της πολιτικής επικοινωνίας ως καθοριστικό παράγοντα για τη μακροημέρευση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, έκαναν το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αναζητήσει τον αντι-Μητσοτάκη στο πρόσωπο ενός πρώην υποστηρικτή του. Η συνολικότερη αυτή μετάλλαξη έχει χαρακτηριστικά που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη: η συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα επιτελείο αρχικά και η πίστη σε ένα μεγάλο κόλπο που βασίζεται στη φαρέτρα του κυρίαρχου τρόπου άσκησης πολιτικής περισσότερο αγκαλιάζει τη διακυβέρνηση την οποία αντιπολιτεύεται παρά την ανταγωνίζεται. Έτσι, η περίοδος Κασσελάκη ως η κορύφωση της αντίληψης ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ξεκίνησε με πλάνα από ξερονήσια για το εσωτερικό ακροατήριο και κατέληξε με προσπάθεια οικειοποίησης του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» στις ευρωεκλογές. Σημασία άλλωστε δεν έχει το περιεχόμενο, αλλά η μορφή. Αν υπάρχει μια σωστή (;) προσωπικότητα, το πολιτικό πρόγραμμα και η εσωτερική λειτουργία αποτελούν ελάσσον ζήτημα.
Έχοντας λοιπόν επιχειρήσει να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ αστικής τάξης και πληττόμενης πλειοψηφίας, η σοσιαλδημοκρατία ολοκλήρωσε τον ρόλο του πολιτικού ναρκαλιευτή που της επιφύλασσε η πρώτη και πλέον φαίνεται να χρησιμεύει κυρίαρχα ως μοχλός ελέγχου και πίεσης της τωρινής διακυβέρνησης.
Η πολιτική έκφραση των χαμηλών προσδοκιών
Τα τελευταία χρόνια μπορεί να δει κανείς σε στιγμές πώς έχει «διαπαιδαγωγηθεί» από την πολιτική συνθήκη και την έλλειψη εναλλακτικής ένας κόσμος που μπορεί να είχε και επαφή με τον δικό μας χώρο. Κυρίως επιχειρεί την ορθή τοποθέτηση του χειροκροτήματός του. Αναμένει συχνά από «περσόνες» να βγουν να τα πουν σε συναυλίες ή ποστάκια της rosa, θαυμάζει το πόσο «έξω από τα δόντια» μίλησε μια δημοσιογράφος σε κανάλι του Μαρινάκη και όταν πάει κάτι πολύ στραβά στην «ψωροκώσταινα» Ελλάδα, θα απευθυνθούμε βεβαίως πολιτικά και στην Ε.Ε. ως εγγυήτρια δικαιωμάτων, σαν να μην έπαιξε κάποιο ρόλο στα Μνημόνια ή σαν να μην τοποθέτησε τον Τζιτζικώστα Επίτροπο Μεταφορών. Και εδώ έχει σημασία να πούμε ότι αν το αντι-ΕΕ δεν αποτελεί σήμερα διαιρετική τομή στην ελληνική κοινωνία δεν είναι επειδή το ερώτημα ξεπεράστηκε, αλλά επειδή συνδέθηκε με τις παλινωδίες και τον συμβιβασμό της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης έχει σημασία να πούμε πως αντί να απαντήσουμε στο αντανακλαστικό εκλογικής ανάθεσης καλώντας σε ενεργή συμμετοχή, νιώσαμε περισσότερο την ανάγκη να το ακολουθήσουμε.
Πώς έχει πλάσει εμάς η άρχουσα τάξη
Το κύριο (και λογικό) χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε υποχωρήσει απέναντι στην επίθεση του κράτους, με τον φόβο για αναβαθμισμένες πρακτικές ή για οργάνωση αντιστάσεων να περιορίζει την πολιτική φαντασία και δράση. Πέρα από παράγοντες όπως η συρρίκνωση του χώρου, είναι σίγουρα για παράδειγμα πιο δύσκολο να υλοποιηθεί μια κατάληψη σε ένα Υπουργείο αν γνωρίζουμε ότι μπορεί αυτό να καταλήξει σε σοβαρές διώξεις, που θα έρθουν να προστεθούν σε άλλες που εκκρεμούν. Έτσι, βρίσκεται ίσως «διέξοδος» σε λύσεις που είναι πιο ασφαλείς και που ωστόσο αποσυνδέουν συχνά την όποια απήχηση μπορεί να επιδιώκουμε με το κομμάτι των πρακτικών που υιοθετούνται. Αυτό, μαζί με άλλους παράγοντες, μάλλον συμβάλλει και στην αδυναμία κλιμάκωσης αγώνων, ανεξάρτητα από τη μαζικότητα ή την απήχηση που μπορεί να έχουν. Παράδειγμα εδώ είναι η εκκένωση και στοχοποίηση από τον Μητσοτάκη της κατάληψης της Νομικής για την Παλαιστίνη, όπου δεν απαντήθηκε κάπως το “Κι αν νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν να επαναλάβουν αυτά τα οποία μπορεί να είδαν σε άλλες χώρες και να καταλαμβάνουν πανεπιστήμια, να στήνουν αντίσκηνα και να τα κάνουν γης μαδιάμ, είναι βαθιά γελασμένοι”.
Το νήμα πάει βέβαια αρκετά πιο πίσω και προσωπικά οι περιπτώσεις που θα ήθελα να φωτίσω σαν πιο οικείες είναι
- η εκκένωση του Κάτω Πολυτεχνείου το 2014 από τους φοιτητικούς συλλόγους αφού η (μισή) πορεία ενάντια στην καταστολή και τον Φορτσάκη κατέληξε να μπει στον χώρο μετά από βίαιη επίθεση των ΜΑΤ.
- Η πρώτη εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ το 2019, ως σημείο καμπής.
Στο πεδίο της συνολικότερης ήττας και της έλλειψης εναλλακτικής φαίνεται όμως ότι όλες οι οργανώσεις πέρασαν μια περίοδο συντήρησης/συντηρητικοποίησης, η οποία συχνά εκφράστηκε με την επιστροφή στην ασφάλεια πολιτικών ταυτοτήτων και συνεπακόλουθα μια πολιτική επιτελεστικότητα που υπαγόρευε τη συνέχιση ενός business as usual, ακόμα και αν οι πολιτικές γεωμετρίες μπορεί να άλλαζαν. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε εκείνο το διάστημα πολλαπλές οργανώσεις υπέστησαν διασπάσεις.
Θα χρειαστεί όμως να δούμε και πιο συγκεκριμένα κάποια στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας που διαπερνούν εκφάνσεις της σοσιαλδημοκρατίας, της Αριστεράς ή τη δική μας οργάνωση:
- Το μεγάλο κόλπο: Αναγνωρίζοντας ότι βρίσκεται σε μια κακή θέση και ότι παράλληλα δεν διαφαίνεται να προκύπτει κάποια μεθοδολογία με την οποία αυτό πρόκειται να αλλάξει, υπάρχει μια αντίληψη που αντιλαμβάνεται μηχανιστικά ως κυρίαρχο το ότι αυτό που λείπει περισσότερο είναι κάποια «μέσα» άσκησης πολιτικής. Λείπει για παράδειγμα ένα σωστό think tank με την αντίστοιχη ιντελιγκέντσια που θα φτύνει γραμμή, μια μεγάλη και καλή ντουντούκα ώστε να ακουγόμαστε πανελλαδικά, κάποια μέλη να τρέχουν, και τέλος λείπει η πρόσβαση στο κοινοβούλιο. Αποκτώντας λοιπόν στον έναν ή τον άλλον βαθμό αυτά τα μέσα, θα ξεκολλήσουμε από τη λάσπη του πολιτικού περιθωρίου. Πολλά πράγματα υποτιμώνται μέσω αυτής της αντίληψης, με πιο θεμελιώδες τη σημασία της γείωσης και αλληλεπίδρασης με την κοινωνία, όχι σαν θέση αρχής αλλά σαν βασικό μηχανισμό για την παραγωγή σχεδιασμού που θα πατά στην κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι πραγματοποιείται μια διαίρεση του πολιτικού από το κοινωνικό (με το πρώτο να ιεραρχείται υψηλότερα), παραγνωρίζεται η όποια πολιτική θυσία ενδεχομένως προκύπτει από το παζάρεμα με κάποιους άλλους που μπορεί να έχουν μεγάλη ντουντούκα/κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ενώ σε όψεις μέχρι και η οπαδική μαζικότητα της ΑΡΑΣ ή η κνίτικη στρατιωτική πειθαρχία μπορεί να φαίνονται αξιοζήλευτες.
- Το κατακερματισμένο ακροατήριο: Στην τελική απόφαση της Συνδιάσκεψης του Μαρτίου 2024, μπήκε με κομψό τρόπο από εισηγητικής πλευράς η διαπίστωση ότι (αν και πρέπει να παίξουμε έναν ρόλο παραγωγής μιας ολότητας) υπάρχουν επιμέρους κοινωνικές ομάδες (πίεσης κατά το πολιτικό λεξιλόγιο του κυρίαρχου λόγου) οι οποίες έχουν επιμέρους συμφέροντα τα οποία μπορεί και να συγκρούονται. Αν αυτό λοιπόν ισχύει (μιλάμε πάντα για το υποκείμενο στο οποίο θέλουμε να έχουμε αναφορά), δεν είναι πρώτα προϊόν του κυρίαρχου λόγου που επιδιώκει να κατακερματίσει το κοινωνικό σώμα σε μερίδες με τις οποίες παζαρεύει συντεχνιακά; Και αν είναι προϊόν του κυρίαρχου λόγου δεν θα πρέπει να αντιπαλευτεί ως τέτοιο; Η χρησιμότητα της συγκεκριμένης διατύπωσης στην τότε συγκυρία μάλλον περισσότερο έδειχνε ένα άγχος όχι για το γεγονός ότι δεν έχουμε οργανική επαφή πολλές φορές με αυτά τα κομμάτια της κοινωνίας, αλλά για το να αδράξουμε την ευκαιρία να τα εκπροσωπήσουμε. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αναζητούνταν Παλαιστίνιος να κατέβει στα ψηφοδέλτια, ενώ παράλληλα η παρουσία της οργάνωσης στο κίνημα για το Παλαιστινιακό ήταν μικρή.
- Το πολιτικό marketing: Αυτό που συμπληρώνει το κατακερματισμένο ακροατήριο, είναι το πολιτικό marketing με το οποίο επενδύεται αυτή η προσπάθεια απεύθυνσης, ή διαφορετικά η προβολή επινοημένων ταυτίσεων ως μέρος ενός πυρήνα αξιών/ταυτότητας. Και εδώ για παράδειγμα αξίζει να αναρωτηθούμε: δουλεύει το ΚΚΕ για τον κομμουνισμό; Είναι η Αναμέτρηση ένας χώρος όπου «παράγεται» η κομμουνιστική αριστερά του 21ου αιώνα; Θα προκαλέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάποια ανταρσία; Αν μάλλον και οι 3 ερωτήσεις απαντώνται αρνητικά, αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε σωστό να κάνεις πολιτική με την ταυτότητά σου, ακόμα και αν δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική χωρίς ταυτότητα.
Πόσες φορές όμως το branding στα social ήταν αυτό που μας έκανε να ανοίγουμε πανό με 5 άτομα; Η διαδικτυακή μας παρουσία που σπάνια αντιστοιχούσε στη δυνατότητά μας να κινητοποιήσουμε κόσμο, δημιουργούσε σταδιακά ένα σχεδόν κενό μεγάλο κέλυφος, όπου μπορεί να καταπιανόμαστε με πολλά σε επίπεδο λόγου, αλλά χωρίς αυτό να εκκινεί απαραίτητα κάποια πραγματική από τα κάτω διαδικασία παραγωγής πολιτικών πρακτικών. - Η εσωτερική λειτουργία: Λίγο πριν έως και λίγο μετά την Συνδιάσκεψη του Μαρτίου 2024 (αν όχι μέχρι τώρα), η λειτουργία της οργάνωσης ξεκίνησε να θυμίζει το αστικό κοινοβούλιο. Η κουβέντα στην οποία καλούνταν τα μέλη να αποφασίσουν θύμιζε ψήφιση νομοσχεδίου με την διαδικασία του κατεπείγοντος, η διάδοση της πληροφορίας σχετικά με αποφάσεις/συζητήσεις κοκ ξεκίνησε να γίνεται σχεδόν κάτω από το τραπέζι καθιστώντας αδύνατο για ένα «απλό μέλος» να την παρακολουθήσει, και αντίστοιχα η πολιτική συζήτηση πέρασε περισσότερο στα πηγαδάκια παρά στις διαδικασίες.
Ένα ακόμα στοιχείο της εσωτερικής λειτουργίας που έχουμε από την αρχή και μου έκανε πάντα μια κάποια εντύπωση είναι μια τυποποιημένη επικοινωνία επαγγελματικού τύπου που μπορεί να καλλιεργείται μεταξύ των μελών. Λίστες εκδήλωσης ενδιαφέροντος, doodle και φόρμες ερωτήσεων ή excel που δύσκολα συμπληρώνονται από τα μέλη μπορεί να μοιάζουν αποτελεσματικότερα, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι ελλείψει πραγματικών κοινωνικών/πολιτικών δεσμών/σχέσεων μεταξύ των μελών, καμία οργάνωση δεν μπορεί να υπάρξει σε ένα shared drive.
Δ. Για την κομμουνιστική αριστερά, τα ελαττώματα και τα παθήματά της
Σύντομη κριτική στη μορφή-κόμμα
«Η «ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ» που απαιτείται από το κομματικό μέλος […] παραπέμπει ευθέως -όπως και η ιεραρχική δομή του κόμματος- στην οργάνωση του στρατού, που είναι ένα από τα μοντέλα οργάνωσης του κόμματος.»
«[…] κατώτεροι αξιωματικοί, ανώτεροι αξιωματικοί και επιτελείο΄ και δεν πρέπει να ξεχνάμε τους κατώτερους βαθμοφόρους, που η πραγματική τους σημασία είναι ανώτερη απ’ όσο συνήθως την υπολογίζουμε. Αξίζει να παρατηρήσουμε πως όλοι αυτοί νιώθουν αλληλέγγυοι, και μάλιστα, τα κατώτερα στρώματα εκδηλώνουν ένα πιο έντονο πνεύμα κάστας και παίρνουν απ’ αυτό ένα «τουπέ» που συχνά τους κάνει θύματα πειραγμάτων και κοροϊδίας.»
Η μορφή-κόμμα, υιοθετώντας μοντέλα οργάνωσης που κάθε άλλο παρά πολιτικά ουδέτερα δεν μπορούν να θεωρηθούν, δημιούργησε εκείνους τους γραφειοκράτες που αναπαρήγαγαν εν τέλει τη διάκριση διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας αλλά και «εγγυήθηκαν» στις επιτυχημένες επαναστάσεις πως το κόμμα θα γίνει κόμμα-κράτος (σαν να κουμπώνουν καλά αυτά τα 2) και οι γραφειοκράτες θα ανυψωθούν σε τάξη. Έτσι αντί για οργανικούς διανοούμενους και πρωτοπορίες, συχνά παράγουν «συντρόφους Διευθυντές», είτε γραμμών παραγωγής, είτε παραγωγής γραμμών.
Ταυτόχρονα κληρονομιά της μορφής-κόμμα είναι μάλλον και μια πολιτικοποίηση που συνήθως αντί να εκκινεί από τον εκάστοτε κοινωνικό χώρο, εκκινεί από τη συνολικότερη γραμμή, με έναν τρόπο που παράγει περισσότερο αφισοκολλητές παρά αγωνιστές κοινωνικού χώρου με οξυμένο πολιτικό κριτήριο παρέμβασης.
Επίσης η αυτό-ανακήρυξή σε πρωτοπορία είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που προκύπτει από την ίδια μορφή και η οποία αντιλαμβάνεται το υποκείμενο σαν κάτι έξω από αυτή, σαν ένα πόπολο που πρέπει να το πάρουμε από το χέρι σαν γονείς και ανάλογα την περίπτωση να το πείσουμε/προστατεύσουμε/μαλώσουμε/αγκαλιάσουμε, με μια πίστη περισσότερο στην επιμονή στην προσπάθεια και τη θυσία που απαιτεί, παρά στην ανάγκη εύρεσης ενός σχεδίου και κάποιων πρακτικών που να μας φέρνει ως ίσα μέρη πιο κοντά.
Άλλη μια κληρονομιά της ίδιας μορφής στην σύγχρονη εκδοχή της είναι μια ιδιότυπη νομιμοφροσύνη που καθιστά τη χρήση και την οργάνωση αντι-βίας κάτι που δεν χρήζει βαθιάς συζήτησης, ενώ παράλληλα η διατάραξη των πιο «ειρηνικών» πρακτικών (όπως η διαδήλωση) από άλλους χώρους, ενδεχομένως επαναφέρει μια ασφαλιτολογία.
“Too many chiefs, not enough Indians” – Η μορφή-οργάνωση σε κρίση ως μικρογραφία της μορφής-κόμμα
Όπως ανέφερε ένας σύντροφος εκτός Αναμέτρησης, δυστυχώς η συζήτηση στον χώρο όσο περνούν τα χρόνια παραμένει η ίδια και απλά γίνεται με χειροτέρους όρους. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κρίσιμος ο εντοπισμός των στοιχείων που αναπαράγουν αυτή τη συνθήκη.
Ένα από τα βασικά είναι ότι η Αριστερά δεν αφηγείται τόσο από τη θέση του υποκειμένου, όσο το κάνει από τη θέση του νομοθέτη. Με τις εποχές της ανατροπής κρίσιμων νομοσχεδίων κατά την ψήφισή τους να έχουν παρέλθει και με την άρση της όποιας έννοιας κοινωνικού συμβολαίου να αποτελεί πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό υπάρχει μια επιμονή στο να περιγράφουμε τί θα έπρεπε να κάνει το κράτος αντί να ψηλαφίσουμε περισσότερο τί θα έπρεπε να κάνει το υποκείμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι και στον δικό μας διάλογο ενώ πολύς λόγος γίνεται για πολεμικές προετοιμασίες, μέχρι στιγμής αυτό φαίνεται να προκαλεί περισσότερη ανησυχία για περιγραφή εκλογικών συμπορεύσεων και όχι για την ψηλάφηση κάποιας γραμμής για το πώς θα αντιμετωπίζαμε μια περίπτωση γενικής επιστράτευσης ή αν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιου τύπου δράση/παρέμβαση από όσους κάνουν τη θητεία τους. Αυτή την πραγματικότητα, ότι δηλαδή είναι πλειοψηφικά πιθανότερο να γίνουμε στρατιώτες (για όσους έστω δεν πήραν Ι5) από ότι είναι να γίνουμε βουλευτές, για κάποιο λόγο αρνούμαστε να τη δούμε.
Οι «επιτελικές» οργανώσεις των στελεχιακών συναντήσεων και των πολιτικών παζαριών δεν μπορούν παρά να αναλύσουν την πραγματικότητα από ένα κάποιο ύψος, σε μια προσπάθεια συντήρησης/παραγωγής αυτοαφηγήσεων που απαντούν αντανακλαστικά σε ηθικές εγκλήσεις ή σε ένα μπρα ντε φερ συσχετισμών του χώρου και του περιβάλλοντός του και όχι στο τί είναι σήμερα κοινωνικά χρήσιμο.
Έτσι, το εκάστοτε πολιτικό περιεχόμενο συνήθως δεν είναι παρά μια πολλαπλότητα οριοθετήσεων ή συγκολλήσεων από άλλες μορφές-οργανώσεις, καθιστώντας τις συζητήσεις/προοπτικές για συμπορεύσεις μια άσκηση τοποθέτησης μορφών στον χώρο που αγγίζει σταδιακά το «βάθος» και τη μεταφυσική του φενγκ σούι. Ταυτόχρονα σε επίπεδο πρακτικών υπάρχει ένα αντανακλαστικό επιτελεστικότητας/business as usual που προκύπτει κυρίως από την έλλειψη διαλόγου για νέες πρακτικές, το καταχώνιασμα/διαχείριση των διαφωνιών σε επίπεδο οργάνων που φτωχαίνει την κουβέντα και από την προτεραιοποίηση του πολιτικού – διαχωρισμένου από το κοινωνικό.
Αν όμως οι συλλογικοί εαυτοί δεν δημιουργούν αφηγήσεις που να αφορούν τα μέλη/το υποκείμενο και τη δραστηριοποίησή τους, τα στελέχη/αφηγητές μένουν στα δωμάτια των διαδικασιών μόνο με όσους τους αρέσουν οι αφηγήσεις. Και ύστερα, όταν οι αφηγητές κληθούν να πάρουν μια απόφαση, δε μπορούν παρά να ζυγίσουν το περιορισμένο εκτόπισμά τους για να συνηγορήσουν υπέρ μιας «μακράς νομίμου υπάρξεως» για την ενίσχυσή του.
Ένας άνθρωπος, πέρα από το σώμα του, πρέπει να έχει και παλμό. Η ηγεσία μιας οργάνωσης που αγνοεί πως η όποια στράτευση πρέπει να εσωκλείει την έμπνευση και να την αντιλαμβάνεται σαν ζωντανό οργανισμό (και όχι άθροισμα θέσεων), δεν θα μπορέσει ποτέ να απολογίσει με ειλικρίνεια γιατί βγήκαν λιγότερα πράγματα από όσα είχε βάλει στο καθηκοντολόγιο των μελών της. Με αυτόν τον τρόπο, πάντα θα καταλήγει να προτείνει οργανωτικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα, οι οποίες θα δώσουν την ευκαιρία στα μέλη ή στελέχη να πουν ότι κάνουν κάτι για αυτά, χωρίς να αντιμετωπίζουν τα πραγματικά αίτια.
Έτσι, όσο περιμένουμε κόσμος να συμπληρώσει φόρμες επικοινωνίας για να πληθήνουμε, δημιουργείται και ένα σώμα κόσμου, αυτό των ημιστρατευμένων που δεν είναι ούτε στρατευμένοι, ούτε αποστρατευμένοι. Από πρώην μέλη οργανώσεων που πλέον ασχολούνται κατ’αποκλειστικότητα με κάποιο εγχείρημα έως μέλη οργανώσεων που συμμετέχουν σε διαδικασίες αλλά δεν εμπλέκονται κάπου ενεργά. Και μετά τους ημιστρατευμένους, ακολουθούν βέβαια οι πλήρως αποστρατευμένοι.
Η Αναμέτρηση σε αυτό το πλαίσιο ως σαρξ εκ της σαρκός της
Η Αναμέτρηση αντιμετωπίζει την εξής αντιφατική συνθήκη: ενώ είναι προϊόν συνεύρεσης διασπάσεων που προέκυψαν από την αμφισβήτηση της εκάστοτε ορθοδοξίας/ηγεσίας και μπορεί να διατείνεται ότι αυτό αποτελεί κομμάτι της συγκρότησής της, όταν καλέστηκε να δημιουργήσει τον συλλογικό πολιτικό της εαυτό δεν κατάφερε να ξεφύγει από το ολίσθημα της αυτοαφήγησης που δημιουργεί τις ορθοδοξίες, απαντώντας κυρίαρχα όχι στο τί είναι χρήσιμο για το κίνημα στο τώρα, αλλά στο τί κάνει η Αναμέτρηση στη συγκυρία, τί φαίνεται ότι κάνει και πώς μαζικοποιείται. Ενδεικτικά αυτού και του πώς έχει συμβάλλει σε μια πρωτοκαθεδρία του πολιτικού έναντι του κοινωνικού είναι τα παρακάτω:
- Πλεόνασμα παραγωγής λόγου, έλλειμμα πρακτικών – τακτικές συνεδριάσεις οργάνων, αραιές/επικυρωτικές συνεδριάσεις ΣΒ
- Ύπαρξη μελών/ψηφοφόρων χωρίς ενεργή εμπλοκή σε εγχειρήματα ή αλλού χωρίς να διατίθεται πολιτικός χρόνος για να αρθεί αυτή η συνθήκη.
- Μη αποτίμηση του «Δεν βγαίνω» ως αποτυχημένου σχεδιασμού έναντι των αυτοοργανωμένων δράσεων αυτομείωσης
- Αντανακλαστικό του «να βγούμε από την αφάνεια», χωρίς αυτό να σημαίνει πολλά στην πράξη για τους πραγματικά αφανείς/αόρατους αυτού του κόσμου.
Παράλληλα η οργάνωση είχε να αντιμετωπίσει και σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν τον σύντομο χρόνο ζωής της:
- «Εμπρός στον έτσι που χάραξε ο τέτοιος»: η έλλειψη πραγματικού κοινού σχεδίου, κριτηρίων όπως και η έλλειψη κοινών σημαινόμενων (τί σημαίνει ρήξη ή ανασύνθεση) ήταν μια συνθήκη που κληρονομήσαμε από την κουβέντα με βάση την οποία οδηγηθήκαμε στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη.
- Σώμα εν αναμονή κεφαλής: με πολλά συντρόφια να ανήκουν στην κατηγορία της αισιοδοξίας της βούλησης στο ξεκίνημα της οργάνωσης, καταφέραμε να έχουμε και να βαθύνουμε παρουσία σε διάφορα πεδία (εργασιακά, αντιφασιστικό, αυτοδιοικητικές εκλογές), χωρίς όμως να υπάρχει η αίσθηση ότι τα μέλη μπορούσαν ή τραβήχτηκαν να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση του σχεδίου και της κοινής γλώσσας που έλλειπαν. Έτσι, επικρατούσε μια εικόνα «σχήματος», με «οργανωμένες αντιλήψεις» που προσπαθούν να ηγεμονεύσουν και «ανένταχτους» που κρατούσαν κάποια από τα πράγματα που έπιανε το αυτί τους, χωρίς όμως να καλλιεργούν κριτήρια σε μια συζήτηση που περισσότερο περιστρεφόταν γύρω από τις απολήξεις.
Έτσι, μπορεί να μη γνωρίζω απολύτως τί έκαναν οι υπόλοιπες ΣΒ, αλλά έστω η δική μου, η μόνη φορά που θυμάμαι να αποφάσισε πράγματα και κατέληξε σε κάποιου τύπου χρεώσεις (μετά τις αυτοδιοικητικές) ήταν μετά από το εισηγητικό κείμενο της Επιτροπής Αττικής στις αρχές του 2024.
Ε. «Ρεαλιστική ανυπακοή»: Κριτική σε ένα κατέβασμα με το Μερα25
Με όλο το παραπάνω φορτίο λοιπόν, κληθήκαμε να συζητήσουμε για μια συμπόρευση με το Μερα25.
Χάριν της συζήτησης ωστόσο ας υποθέσουμε ότι η σχετική συζήτηση άνοιγε με τον πιο υγιή (κατ’ εμέ) τρόπο: γίνεται ξεκάθαρο αν μιλάμε για εκλογική ή πολιτική συμπόρευση (και επειδή μιλάμε για πολιτική), υπάρχει ανάλυση των προβληματικών χαρακτηριστικών του Μερα25 τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά, διαφαίνεται ένας ρόλος για τις δικές μας δυνάμεις να καταλάβουν έναν χώρο στα αριστερά εντός του και να επιχειρήσουν [insert γενικόλογη διατύπωση] «να παντρέψουν την πολιτική ορατότητα ας πούμε με τον ριζοσπαστισμό». Αυτό συνεπάγεται πολύ πρόχειρα μια σειρά πραγμάτων:
- Υπάρχουν επεξεργασίες γύρω από τα σημεία τόσο σύγκλισης όσο και διαφοροποίησης ώστε να ψηλαφηθεί ένα τέτοιο «σφήνωμα»
- Υπάρχουν διαδικασίες βάσης αυτής της συμπόρευσης με αποφασιστικό χαρακτήρα.
- Έχεις μερίδιο στον εξώστρεφο λόγο και στη λήψη αποφάσεων.
Δυστυχώς μάλλον ένα τέτοιο κατέβασμα δεν θα πληρούσε κανένα από τα παραπάνω σημεία. Ακόμα όμως και αν πληρούσε τα 2 πρώτα, μπορούμε να μάθουμε πολλά από το παράδειγμα της ΛΑΕ. Ενώ υπήρχαν δυνάμεις που επιχείρησαν αρχικά να συγκροτήσουν έναν πιο ριζοσπαστικό πόλο, στην πραγματικότητα είτε εξωθήθηκαν είτε σώπασαν. Και αυτό γιατί η ΛΑΕ ήταν ιδιοκτησία του Αριστερού Ρεύματος (όπως το Μερα25 είναι του.. Μερα25). Έτσι, όσο στην τότε ΑΡΑΝ δεν υπήρχε κάποιου τύπου σχέδιο για το πώς θα παρέμβουμε εσωτερικά (πόσο δε μάλλον να επαναφέρουμε το ζήτημα του ότι είχαμε μείνει χωρίς καταστατικό στην 1η Συνδιάσκεψη με μαγειρέματα του Α.Ρ.), το επιχείρημα παραμονής προς τα μέλη ήταν ότι δεν έχουμε προσπαθήσει ακόμα αρκετά αυτό το εγχείρημα. Η γραφειοκρατία του Α.Ρ. ωστόσο ήταν σαφές ότι δεν ήθελε να εκχωρήσει σε κανένα βαθμό την εκπροσώπηση του μετώπου. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν αφενός η αρχική αποχώρηση μιας μερίδας κόσμου που διαφωνούσε με την ένταξη στη ΛΑΕ, αφετέρου η προβολή εσωτερικά αυτής της «τακτικής» επιλογής ως συγκροτητικό στοιχείο της ταυτότητας της οργάνωσης, με έναν λόγο που αρεσκόταν στο να χαρακτηρίζει τί είναι και τί δεν είναι τέτοιο. Κάπως έτσι καταλήξαμε σε μια ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη να διαγκωνιζόμαστε με την ΑΡΑΣ για την πρώτη αλυσίδα ενός πανό ΛΑΕ, σαν 2 γάιδαροι σε ξένο αχυρώνα.
Η δική μας περίπτωση ωστόσο μάλλον φαίνεται ακόμα πιο δυσοίωνη. Αναφορικά με τις θέσεις της τελευταίας Συνδιάσκεψης, περισσότερο υπήρξε μια διολίσθηση σε διατυπώσεις που θα ήταν πιο κοντά στο Μερα25 αναφορικά με την Ε.Ε. όπως
- ‘Καθήκον της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να το αλλάξει αυτό, και να αναδείξει τις δυνατότητες παρέμβασης στο κέντρο λήψης των αποφάσεων, με τρόπο που υπηρετεί τις υποτελείς τάξεις.’ (σελ.5)
- ‘Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν περιθώρια πολιτικής μετατόπισης εντός της ΕΕ, ωστόσο αυτό αποτελεί προνόμιο της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. ’ (σελ.6)
Ταυτόχρονα, προκειμένου να μη διακυβευθεί η προοπτική της συμπόρευσης, υπάρχει από μέρος της οργάνωσης χαρακτηριστικός δισταγμός να καταγγελθούν διάφορες πρακτικές της ΑΡΑΣ από τις οποίες θέλουμε να λέμε ότι έχουμε πάρει διαζύγιο. Σε αυτή τη συνθήκη λοιπόν, θα ήταν δύσκολο να πούμε ότι υπήρχε ή υπάρχει μια αφήγηση που επιδιώκει η συμπόρευση με το Μερα25 να γίνει στο πλαίσιο υπηρέτησης ενός αυτοτελούς σχεδίου της οργάνωσης που ταυτόχρονα κάνει σαφή την ύπαρξη διαχωριστικών γραμμών από το δικό του σχέδιο. Έτσι καταλήξαμε να δίνεται περισσότερο βάρος στη συζήτηση στον χαρακτηρισμό του Μερα25 (π.χ. «μετατοπίσιμο») και σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επιτάσσει συμβιβασμούς, ώστε να μπορούμε να καταλήξουμε ενδεχομένως και άνευ όρων να συμπορευτούμε.
Κάθε τακτική επιλογή είναι στρατηγική επιλογή όταν δεν έχεις στρατηγική. Η απάντηση λοιπόν στο αν θα μας μεταμόρφωνε αυτή η τακτική επιλογή είναι πως μας μεταμορφώνει ήδη. Αυτό όμως που καταλήγει σε τελική ανάλυση να μας μεταμορφώνει είναι ο (εκπορευόμενος από την κυρίαρχη τάξη) φόβος ότι το ποτάμι των αγώνων έχει λίγο πολύ στερέψει ή βρίσκει ένα ανυπέρβλητο ταβάνι και άρα η κύρια διέξοδος από το περιθώριο είναι κοινοβουλευτική. Σε αυτή λοιπόν την κατεύθυνση υπάρχει η στρεβλή προσπάθεια υπέρβασης μιας ανομολόγητης ηττοπάθειας, η οποία αποτυπώνεται σε διατυπώσεις κάποιων κειμένων, όπως ο περιορισμός του ρόλου μας στο να είμαστε η millennial Αριστερά ή το ότι «δεν ορίζουμε εμείς το φύλλο που θα μας μοιραστεί».
Επειδή υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα να διανυθεί προκειμένου η Αναμέτρηση να μπορέσει να αποκτήσει έναν σχετικά κοινό τόπο κριτηρίων αναφορικά με το πώς βλέπει τον ρόλο και τις δυνατότητές της στο κεντρικό πολιτικό, χρειάζεται σίγουρα να ειπωθεί πως χωρίς ενιαία αφήγηση για τα τελευταία 15 χρόνια (δηλαδή τί σήμαινε ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ) δεν θα μπορέσει να πάει πολύ μακριά.
Ζ. «Κάθε ταξικός αγώνας είναι πολιτικός»: Διαχωρίζοντας το πολιτικό από την «πολιτική»
«Εν ολίγοις, η προσπάθεια του Μαρξ θα έτεινε πρωτίστως να επανορίσει την έννοια της πολιτικής, η οποία θα ήταν συνεκτατή με όλο το πεδίο της πάλης των τάξεων, με το πολωμένο αλλά όχι ενοποιημένο -και ακόμα λιγότερο διατεταγμένο ή κανονικοποιημένο- σύστημα των πρακτικών της, και συνεπώς θα έτεινε να σπάσει την εξίσωση της πολιτικής και του κράτους, που συνιστά πάντοτε το άλλο όνομα μιας κυριαρχίας ή μιας εκμετάλλευσης»
Αυτό που φαίνεται ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη να κάνουμε είναι να διαχωρίσουμε το επίπεδο του «κεντρικού πολιτικού» από το κοινοβουλευτικό και την όποια αφήγηση μπορεί να έχουμε για αυτό, ώστε να σταματήσουμε να συζητάμε σαν να ταυτίζονται. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη εκλογικού κατεβάσματος, μπορούμε να παρεμβαίνουμε σε μεγάλα ζητήματα και μπορούμε να ξεφεύγουμε από την «αφάνεια» – πάντα με την απαραίτητη οργάνωση και φαντασία. Αυτό σημειώνεται όχι επειδή πρέπει να πάρουμε αποστάσεις σώνει και ντε από τις εκλογές, αλλά επειδή δεν γίνεται αφενός η όποια θέληση για κεντρική καταγραφή να λειτουργεί εκβιαστικά απέναντι στον συλλογικό μας εαυτό από τον οποιοδήποτε υποψήφιο σύμμαχο, αφετέρου να βλέπουμε σε ένα κατέβασμα το μεγαλύτερο κομμάτι της απάντησης που υπάρχει ανάγκη να αρθρωθεί σήμερα.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι η διάκριση κοινωνικού-πολιτικού δεν είναι κάποιο δίπολο όπου πρέπει να ιεραρχήσουμε το ένα έναντι του άλλου. Ωστόσο σίγουρα θα πρέπει να αποφύγουμε μια θεώρηση της «πολιτικής» που μπορεί να γίνει πάνω και ανεξάρτητα από τους χώρους όπου υφίσταται το υποκείμενο την εκμετάλλευση.
Η. Θέτοντας ξανά ορίζοντες
«Μη περιγράφεις τις πληγές σου όπως τις βλέπει η κάμερα
Κραύγασε για να ακουστείς
Και για να αντιληφθείς ότι είσαι ακόμα ζωντανός
Και ζώντας, ότι η ζωή σε αυτή τη γη είναι ακόμα δυνατή»
Τίποτα δε μοιάζει να βγάζει νόημα για την εργατική τάξη, το κοινωνικό περιθώριo και τα όποια σύμμαχα στρώματα. Την εποχή της κλιματικής κρίσης συζητάμε για πλαστικά καλαμάκια, το 1/3 της παραγόμενης τροφής καταλήγει στα σκουπίδια προκειμένου να μη διατεθεί εκτός εμπορευματικής κυκλοφορίας, το κόστος ζωής αυξάνεται, η επίθεση στα δημόσια αγαθά ολοκληρώνεται. Παράλληλα καλούμαστε να συνεχίζουμε να είμαστε παραγωγικά όσο βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο μια γενοκτονία να συντελείται, να ακολουθήσουμε τα πολεμικά κελεύσματα των «ηγετών» μας, ενώ το κράτος αντιμετωπίζει όσα διεκδικούν σαν εχθρούς, σχεδόν σαν τρομοκράτες με τους οποίους δεν διαπραγματεύεται.
Κανενός είδους κρατικός παρεμβατισμός εντός του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής δεν θα αναχαιτίσει το permacrisis που βιώνουμε και τα doomsday bunkers των δισεκατομμυριούχων δε μας χωράνε. Αν υπάρχει λοιπόν κάποια λύση, αυτή βρίσκεται στην επαναστατική προοπτική.
Για αυτό, όταν κατεβαίνουμε σε μια πορεία, θα ήθελα να σκεφτόμαστε τί θα θέλαμε να γίνει και όχι τί φοβόμαστε, γνωρίζοντας την κατασταλτική βία που θα αντιμετωπίσουμε. Για αυτό θα ήθελα, όταν παρεμβαίνουμε να λέμε πώς φανταζόμαστε ότι θα ήταν τα πράγματα αν νικούσαμε και όχι τί θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε αν χάσουμε. Χρειάζεται μια πίστη, όχι σε κάποια κομμουνιστική τελεολογία αλλά σε μια στράτευση που προκύπτει από την ανάγκη να δημιουργήσουμε τον χώρο όπου θα χωράμε να ζούμε ολόκληρα (πέρα από τους κυρίαρχους ακρωτηριαστικούς ρόλους) αντί να προκύπτει από μια θέση ηθικής πολυτέλειας. Η πίστη αυτή δεν οικοδομείται με ντουρώματα και μεγαλοστομίες, αλλά με συνέπεια. Ό,τι γράφεται δε σημαίνει πολλά αν δεν φροντίζουμε για τα συντρόφια μας και αν δεν ξέρει το καθένα μας ότι δεν θα είναι όντως ποτέ κανένα μόνο, στους δρόμους και στη ζωή.
Σίγουρα δεν μπορεί να μη γίνει η παραδοχή πως παίρνοντας αυτόν τον δρόμο γίνεται να μη παίξουμε σε κάποιες στροφές το κεφάλι μας. Η μη παραδοχή αυτή καταλήγει περισσότερο να μας τραυματίζει, μη έχοντας προετοιμαστεί κατάλληλα. Μια καλή συμβουλή λοιπόν μάλλον είναι «να σκέφτεσαι ακραία, να δρας με προσοχή»Και μιας και «το να ξεκινάς ξανά από την αρχή δε σημαίνει ότι πηγαίνεις πίσω», χρειάζεται να σκεφτούμε όντως από την αρχή υπό συγκεκριμένο πρίσμα και να απαντήσουμε στα παρακάτω:
Πώς θέλουμε να δομούμε τις σχέσεις μεταξύ μας, με τον υπόλοιπο χώρο και με το υποκείμενο.
«Να δώσουμε τον λόγο στις μάζες που κάνουν την ιστορία’ όχι απλώς να τεθούμε «στην υπηρεσία των μαζών» (σύνθημα που μπορεί να είναι ακόμα και αντιδραστικό), αλλά να τις ακούσουμε, να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τις προσδοκίες και τις αντιφάσεις τους, να μάθουμε να αποδίδουμε προσοχή στη φαντασία και την επινοητικότητα των μαζών»
Επειδή οι προβληματικές είναι μάλλον εμφανέστερες όταν μιλάμε για τη σχέση μας με το υποκείμενο, θα ξεκινήσω από εκεί. Ακόμα και αν δεν έχουμε την απάντηση, προσπαθούμε καμιά φορά να κάνουμε πως την έχουμε και δεν ξέρουμε πότε να το βουλώνουμε για να ακούσουμε το υποκείμενο. Σε αντιστροφή του μαοϊκού ρητού, δε μαθαίνουμε από τις μάζες για να τις διδάξουμε μετά.
Αυτό δε σημαίνει ταυτόχρονα ότι συγκροτεί πολιτική πρακτική το να πηγαίνεις με το ρεύμα. Η πρακτική που μπορεί να δίνει την απάντηση ίσως δεν αγκαλιάζεται μονομιάς. «Ο Georges Guingouin, ο “πρώτος αντιστασιακός της Γαλλίας” το μόνο που θεώρησε το 1940 ως σημείο έναρξης ήταν την βεβαιότητα της άρνησής του στην κατοχή. Τότε δεν ήταν, για το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά “ένας τρελός που ζει στα δάση”· μέχρι που έγιναν 20.000 οι τρελοί που ζούσαν στα δάση και απελευθέρωσαν τη Λιμόζ.»
Για την ακρίβεια όμως, είναι κρίσιμο να βλέπουμε τον εαυτό μας ως υποκείμενο. Αυτό θα διαμορφώσει έναν χώρο περισσότερο στα μέτρα του, ενώ ταυτόχρονα θα συγκροτεί μέλη που θα προσδιορίζονται πρώτα από την εμπλοκή τους στον κοινωνικό τους χώρο και την υιοθέτηση μιας βεντάλιας πρακτικών, και δευτερευόντως από το επίπεδο της οργάνωσης. Αυτό είναι που επιτρέπει να πηγαίνουμε από το ειδικό στο γενικό χωρίς αυτό να υποκρύπτει στην πραγματικότητα την αντίστροφη πορεία σκέψης.
Αυτής της ποιότητας η πολιτικοποίηση είναι που πρέπει να εγγραφεί και στον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης με την υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού μοντέλου που θα επιχειρήσει να παράξει συνθέσεις και να σπάσει το τείχος που υψώθηκε τα προηγούμενα χρόνια μεταξύ βάσης και ΠΣ. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια από κάθε μέλος να απαντήσει ερωτήματα που τώρα «αντιστοιχούν» στο ΠΣ, θα αποτελεί ένα γονιμότερο έδαφος εσωτερικής συζήτησης.
Αν θέλουμε επίσης να περιγράψουμε κάτι εν δυνάμει μαζικό, δεν μπορούμε παρά να δούμε υπό το ίδιο πρίσμα και την ευρύτερη παρουσία μας. Τα σχήματα/εγχειρήματα παρέμβασης σε κοινωνικούς χώρους επιχειρούν/έχουν επιχειρήσει ενός είδους συντονισμό και η αξία αυτής της κατεύθυνσης σαν ένα πρόπλασμα κοινωνικού μετώπου έχει σημασία να συζητηθεί.
Σε προέκταση μιας τέτοιας δομής, κυρίαρχο βάρος δίνεται στην οριζόντια οργάνωση και δράση αντί στη στήριξη ενός πολιτικού λόγου. Αν θέλουμε κάποια μορφή κεντρικής πολιτικής παρουσίας, είναι κρισιμότερο να είμαστε αυτοί που κάνουν κάτι παρά αυτοί που λένε κάτι.
Τί απαντάμε σε στρατηγικά ερωτήματα και με ποιους όρους.
«Η κοινωνική σύνθεση του Κόμματος εξακολουθεί να μην είνε ικανοποιητική. Στο Κόμμα υπάρχουν μόνο 44% εργάτες, ενώ απ’ αυτούς εργοστασιακοί εργάτες είνε μόνο 9.1%, απ’ τους 590 πυρήνες μόνο οι 44 είνε εργοστασιακοί.»
Με το αποτύπωμα των σχέσεων όπως περιγράφονται παραπάνω στον διάλογό μας, ίσως καταφέρουμε να καταπιαστούμε καλύτερα και με το τί κοινωνία θέλουμε, ποιο υποκείμενο θεωρούμε ότι μας αφορά και πώς πιστεύουμε ότι μπορούμε να την πετύχουμε. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα, χρειάζεται όμως να παίρνουμε καθαρές αποφάσεις και να γνωρίζουμε ποια εργαλεία ανάλυσης ή κριτήρια χρησιμοποιούνται στον εσωτερικό μας διάλογο.
Βάζοντας κάποια στοιχεία όμως στο πώς-ποιος, αφενός χρειάζεται μια χαρτογράφηση των κενών που υπάρχουν, αφετέρου να δούμε πού το κίνημα μας έχει ξεπεράσει (έχει παράξει αγώνες σε αποκλεισμένους πληθυσμούς, έχει οργανώσει μετανάστες στους χώρους εργασίας τους κ.ο.κ. ) ή πού το κράτος μας έχει ξεπεράσει.
Να αντιληφθούμε επίσης πώς η ταξική σύνθεση του χώρου μας επιδρά στις αποφάσεις μας και να υπάρξει μέριμνα για να αλλάξει, όχι για να μπορούμε να λέμε την οργάνωση κομμουνιστική, αλλά επειδή «πολιτική της τάξης χωρίς την τάξη δε γίνεται»
Πως απαντάμε – στοιχεία πρακτικής
«Η πρωταρχική προϋπόθεση για ένα άλλο μέλλον είναι να διευρύνουμε στο εδώ και τώρα τις σφαίρες πρωτοβουλίας που βασίζονται σε έναν κοινό τρόπο σκέψης, τους τρόπους κοινής λήψης αποφάσεων, τους θύλακες αυτονομίας που μπορούν να ενδυναμώσουν τον καθένα και την καθεμία. […] Αυτό που ξέρω είναι πως μια εναλλακτική στο παρόν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη δημιουργία άλλων αυτόνομων θυλάκων εξουσίας και έκφρασης, άλλων τρόπων αξιοποίησης των ικανοτήτων των ανώνυμων. Δηλαδή, διατηρώντας και ανανεώνοντας τις μορφές ύπαρξης μιας εξουσίας που δεν είναι ολιγαρχική.»
«Η ανάπτυξη μορφών λαϊκής συλλογικής αντιβίας και δομών-οργάνων αλληλοβοήθειας, λαϊκής βούλησης και αυτοδιαχείρισης, λαϊκών επιτροπών ως πρωτότυπα εργαστήρια πραγματικής δημοκρατίας, λαϊκής αυτενέργειας, συλλογικής ευφυίας, αλληλεγγύης και αντίστασης, αποτελούν κρίσιμες πλευρές της συζήτησής μας.»
Η συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε τώρα είναι η συνθήκη όπου πάμε να βρούμε τον κόσμο σε μια συγκέντρωση χωρίς να επιδιώκουμε να τον εμπλέξουμε σε κάποιου τύπου πρακτική και άρα χωρίς να επιδιώκουμε κάτι παραπάνω από το να μαθευτεί ότι υπάρχουμε. Έτσι καταλήγουμε να μη μπορούμε να αφηγηθούμε και άρα να πραγματώσουμε κάτι που να είναι αρκετά έξω από τα μεγέθη μας. Δεν βλέπουμε τον εαυτό μας ως μέρος του όλου ώστε να φροντίσουμε για αυτό αν δεν έχει βρεθεί τυχαία εντός του μπλοκ μας (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Πρέπει να φανταστούμε ξανά πώς θέλουμε να αναδράμε με αυτόν τον κόσμο και πώς θα δημιουργήσουμε θύλακες αφενός υπεράσπισης της τάξης και των κοινοτήτων μας, αφετέρου αντεπίθεσης απέναντι στο κράτος.
Σπάζοντας το κυρίαρχο consensus, χρειάζεται με τη δημιουργία γεγονότων από τη δική μας πλευρά να επαναφέρουμε στη δημόσια συζήτηση τις πτυχές που μπαζώνονται, επιδιώκοντας να ενώσουμε τα υποκείμενα που το κράτος θέλει να διαιρεί.
Εδώ θα έλεγα για το πόσο μπορούμε να «σκάψουμε» ακόμα υπό αυτή την έννοια το κομμάτι του νέου ποινικού κώδικα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη στενή σχέση με το Ισραήλ και την ανάγκη «αποϊσραηλινοποίησης», των φυσικών καταστροφών, την αισχροκέρδεια των super market, τη μονοφωνία των ΜΜΕ, τους μάρτυρες που δολοφονούνται κ.ο.κ. για να βρούμε από κάτω ενιαίο τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό που χρειάζεται όλα μαζί να αντιμετωπίσουμε. Αλλά επειδή τα πράγματα κάπως ξεκίνησαν να φανερώνονται στα Τέμπη, θα προσπαθήσω για ένα αυτοτελές κείμενο που να γίνεται περισσότερο συγκεκριμένο.
Θ. Πολύ σύντομη αυτοκριτική
Μέσα σε όλη την κριτική που αρθρώνεται, δεν μπορεί να λείπει η κριτική στο ίδιο αυτό το κείμενο, το οποίο είναι άλλο ένα λάθος. Και αυτό επειδή προέρχεται από ένα μέλος που μικρή παρουσία έχει το τελευταίο μεγάλο διάστημα στα εγχειρήματα της γειτονιάς του, έχει όμως εμπλοκή στην Επιτροπή Αττικής. Ασκεί κριτική στην επιτελικότητα του ΠΣ, ωστόσο δεν έχει κάνει πράξη στο μερίδιο που του αντιστοιχεί το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ «διανοητικής» και «χειρωνακτικής» εργασίας. Έχω πίστη στα συντρόφια ότι θα με μαζέψουν αν συνεχίσω έτσι.
Το κείμενο αυτό έχει επίσης περισσότερα στοιχεία πολιτικής εκτόνωσης από όσο θα ήθελα και λιγότερα στοιχεία ψηλάφησης μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης, αλλά είπαμε θα επιχειρήσω να επανέλθω.
Ι. Επίλογος
Η πραγματικότητα είναι επίμονη. Αν ένα πράγμα είναι σίγουρο αυτό είναι πως θα ήταν στα όρια της ύβρεως να θεωρήσουμε ότι τα ερωτήματα θα κλείσουν επειδή θα τα απαντήσουμε κάπως βιαστικά ενόψει μιας διαδικασίας και ότι δεν θα διαπερνούν το υποκείμενο, τα μέλη, τις αποφάσεις.
Σαν οργανωμένος, δημόσια αναπαράγω την πίστη μου ότι τα θύματα του κράτους θα βρουν δικαίωση επειδή θα υπάρξει αγώνας, ενώ ιδιωτικά καμιά φορά παγώνω στη σκέψη ότι ίσως μας έχουν δέσει τα χέρια και είναι λίγα όσα μπορούμε να κάνουμε. Θα βγάλουμε ένα κείμενο που ίσως καταλήξει σαϊτα στα χέρια παιδιών. Για αυτό δεν μπορώ παρά να προσπαθήσω να απαντήσω το ερώτημα «εμείς πώς θα τα κάνουμε όλα ώπα;».
Η ιστορία θα κινηθεί και χωρίς κάποια «Αναμέτρηση» που θα κινείται θέλοντας να απελευθερωθεί από το ηθικό βάρος της κεντροπολιτικής στασιμότητάς της.
Η ιστορία ίσως κινηθεί μαζί με κάποια αναμέτρηση του πώς θα απελευθερωθούμε μαζί με εκείνα που το έχουν περισσότερο ανάγκη.
«αν κατορθώσουμε να ματαιώσουμε τον διαρκώς αναγεννόμενο πειρασμό για ηγεμονία, αν σταματήσουμε να εστιάζουμε στην απόφαση σαν κάτι προσδιοριστικό, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες να παραχθεί μια απ’ αυτές τις διογκώσεις της μάζας, αυτά τα φαινόμενα κοινωνικής αποκρυστάλλωσης, όπου μια απόφαση συνεπαίρνει τους ανθρώπους στο σύνολό τους ή σε ένα μέρος τους.»
Όταν γραφόταν ο τίτλος αυτού του κειμένου, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα βλέπαμε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση της Μεταπολίτευσης, που θα ήταν ταυτόχρονα απεργία. Ωστόσο συνέβη. Και είδαμε κάποιο κόσμο, με το κεφάλι σηκωμένο, να επιστρέφει διαρκώς στο Σύνταγμα. Από αυτό έχουμε να αντλήσουμε ένα δίδαγμα.
Περνώντας συλλογικά το σκαλοπάτι του φόβου, μπορούμε να βρούμε ελευθερία.