Άρθρο των Γιάννο Γιαννόπουλο και Γιάννη Μπρούζου στο ThePressProject
Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα “Εποχή”, ο πρώην γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσος Κορωνάκης, επιχειρεί μια σύνοψη της τελευταίας δεκαετίας, στην οποία διαπιστώνει, πέρα από την ανυπαρξία αριστερής πολιτικής εναλλακτικής, την -κατά τη γνώμη του- έλλειψη μιας Αριστεράς διδαγμένης από τα καλύτερα χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικής αριστεράς πριν το 2012, αλλά και της περιόδου του κοινωνικού φόρουμ και της τότε Νεολαίας Συνασπισμού.
Επισημαίνει, ταυτόχρονα, την ανάγκη να βγάλουμε ειλικρινή συμπεράσματα από το 2015, παρότι θεωρεί πως «το πρόβλημα σήμερα δεν είναι το 2015 αυτό καθαυτό. Είναι πως μοιάζει να ‘χουμε ξεχάσει ποια Αριστερά ήμασταν ή θέλαμε να γίνουμε πριν το ’15, ή πριν το ’12 για να το πω καλύτερα.» Θεωρούμε και μεις αναγκαία την εξαγωγή συμπερασμάτων από την εμπειρία του ‘15. Όχι μόνο γιατί οποιαδήποτε μελλοντική ανατρεπτική προσπάθεια θα συναντήσει τα ίδια εμπόδια, αλλά και επειδή το ‘15 βάρυνε ως ήττα στις πλάτες του κόσμου του αγώνα, και η απάντηση σε αυτά τα εμπόδια είναι προϋπόθεση για να πιστέψει ξανά στην δυνατότητα μεγάλων ανατροπών. Σε ότι μας αφορά, έχοντας υπάρξει μέλη της πάλαι ποτέ νεολαίας Συνασπισμού, ανήκουμε σήμερα σε μια πολιτική οργάνωση, την Αναμέτρηση, που στην ιδρυτική της συνδιάσκεψη επιχείρησε να εξάγει ορισμένα συμπεράσματα από την εμπειρία του ‘15. Τα συμπεράσματα αυτά προφανώς είναι πολύ στοιχειώδη, και χρειάζεται βαθύτερη συζήτηση για μια σειρά ζητήματα:
- για τους κρατικούς μηχανισμούς του σύγχρονου ελληνικού κράτους και την συνάρθρωση τους με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς
- τη διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος και σε συνάρτηση με την ευρωζώνη, και τι απαιτείται για την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας
- για την απόκρουση της ασφυξίας που θα επιβληθεί σε οποιαδήποτε ρηξιακή προσπάθεια, όπως έγινε το 2015, και για πλευρές που χρειάζεται να έχει ένα πολιτικό σχέδιο ρήξης, από τη διατροφική επάρκεια μέχρι την παραγωγή φαρμάκων
- για τις τομές που χρειάζονται στη δικαστική εξουσία -τμήματα της οποίας έκαναν ευθεία αντιπολίτευση στην κυβέρνηση των πρώτων μηνών του ‘15- αλλά και στους μηχανισμούς καταστολής.
- για την ανάγκη ισχυρής οργάνωσης στο κίνημα, που δεν θα είναι απλώς δύναμη διεκδίκησης στο σήμερα. Μια λογική που δεν περιορίζεται στην παρουσία στο δρόμο, αλλά επιτρέπει στον κόσμο να οργανωθεί σε χώρους εργασίας και γειτονιές, έτσι ώστε σε μια επόμενη ανατρεπτική φάση να μπορεί να επιβάλλει φιλολαϊκά μέτρα. Χωρίς να ξεχνάμε ότι αυτή η ανάγκη υποτιμήθηκε μετά το ‘12, αλλά ήταν και ευρύτερα υποτιμημένη από τον δικό μας πολιτικό χώρο, όσον αφορά το συνδικαλιστικό κίνημα.
- για τον τρόπο της περάσματος των δομών και επιχειρήσεων που ασχολούνται με τα δημόσια αγαθά (ύδρευση, ενεργεια μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση) σε δημόσιο έλεγχο, είτε πρόκειται για τις ιδιωτικοποιημένες πρώην ΔΕΚΟ είτε για ιδιωτικές δομές που έχουν αναπτυχθεί παράλληλα στο δημόσιο σύστημα (πχ ιδιωτικά ιατρικά κέντρα). Αλλά και σε τι μεταφράζεται η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στον 21ο αιώνα.
- για το τι σημαίνουν τα παραπάνω για τη διάταξη δυνάμεων και τις προτεραιότητες ενός κόμματος της Αριστεράς ήδη από τα αρχικά στάδια συγκρότησης και ανάπτυξής του
- για το πώς θα ειδωθεί μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς ως κόμβος και όχι ως τελικός στόχος, και θα αποτραπεί με ισχυρές δικλείδες δημοκρατικού ελέγχου η επανάληψη της απορρόφησης ενός κόμματος από τον κρατικό μηχανισμό, και ο κυβερνητισμός
- για το πώς ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα συγκροτείται δημοκρατικά και όχι ως προσωποπαγές, αρχηγικό ή “επιτελικό” μόρφωμα. Για το πώς συνεχίζει, σε όποια φάση ανάπτυξης κι αν βρίσκεται, να λειτουργεί δημοκρατικά, συλλογικά, μακριά από λογικές πεφωτισμένης ηγεσίας ή ειδικών τεχνοκρατών, και με ιδιαίτερη μέριμνα για την οργάνωση των εργαζόμενων τάξεων -και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης- και φροντίδα στην ισότιμη έκφραση των πιο ευάλωτων κοινωνικά μελών του.
Μάλιστα, νομίζουμε πως χρειάζονται στρατηγικά μαθήματα και από παλιότερες ήττες και αποτυχίες, από την αντιμετώπιση των σαμποτάζ στη Χιλή του ‘73, ως την επαναφορά του ατομικού διευθυντικού δικαιώματος στη νεαρή Σοβιετική Ένωση· ίσως οι συνεταιριστικές πρακτικές στο σήμερα να είναι ένας τρόπος προετοιμασίας για μια μελλοντική συλλογική διεύθυνση της παραγωγής.
Όμως, ενώ θεωρούμε και εμείς αναγκαία την εξαγωγή συμπερασμάτων από το ‘15, ταυτόχρονα, έχουμε επίγνωση πως αυτή η συζήτηση δεν πρόκειται να γίνει μεταξύ γενικώς “αριστερών ανθρώπων”, ή ανθρώπων που βρίσκονταν στο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015. Γιατί οι απολογισμοί για το παρελθόν σχετίζονται και με τη στρατηγική για το μέλλον. Άνθρωποι που πλέον δεν μοιράζονται ίδιους στρατηγικούς στόχους, δεν έχουν λόγους να επιχειρήσουν να βγάλουν κοινά συμπεράσματα. Τα παραπάνω ερωτήματα για μια ανατρεπτική πολιτική, δεν αφορούν όλους τους χώρους που προέκυψαν από το ΣΥΡΙΖΑ.
Για εμάς, ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα από το 2015, είναι πως η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Επομένως, οποιοσδήποτε πολιτικός φορέας χρειάζεται να προετοιμάζει πολιτικά και προγραμματικά σε αυτή τη κατεύθυνση, όπως προκύπτει και από το αντίστοιχο πρόσφατο άρθρο του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου για την περίοδο του ‘15.
Ενώ, έτσι, απορρίπτουμε την θέση που μαθαίναμε μικροί, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι «προνομιακό πεδίο ταξικής πάλης», επιλέγουμε να μην ξεχνάμε άλλες: Στο 3ο συνέδριο της Νεολαίας Συνασπισμού το μακρινό 2003, αναφερόταν πως «πάντα η κυρίαρχη τάξη σε τέτοιες περιόδους κρίσης κυριαρχίας επιλέγει την κατάργηση της δημοκρατίας, την προσφυγή στα όπλα και τον στρατό μεταφέροντας έτσι την πολιτική αντιπαράθεση στο πεδίο της μάχης και βυθίζει τον λαό σε έναν διχαστικό εμφύλιο πόλεμο (ανάμεσα σε αυτούς που έχει ακόμη υπό την επιρροή της και σε αυτούς που έχουν αποδεσμευθεί και έχουν αρχίσει να χειραφετούνται), προφανώς και οι δυνάμεις της εργασίας, σταθμίζοντας και εκτιμώντας την κατάσταση εμπλέκονται ή όχι σε μία ένοπλη σύγκρουση που επέλεξαν όμως πέρα για πέρα οι εξουσιαστές.». Το 2015 βιώσαμε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι κατάργησης της δημοκρατίας που χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε. Άλλοι, έχοντας ξεκινήσει από την ίδια αφετηρία, κατέληξαν πέρυσι στο συνέδριο της “Νέας Αριστεράς” πως «Ο επώδυνος συμβιβασμός τον Ιούλιο του 2015 ήταν αποτέλεσμα της ήττας απέναντι στον καταφανώς δυσμενή συσχετισμό διαπραγματευτικής δύναμης. Η διαρθρωτική ισχύς των δανειστών απέναντι σε μία χρεοκοπημένη χώρα και τα εκβιαστικά διλήμματα οδήγησαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου. Το πραγματικό ενδεχόμενο για έξοδο από την ευρωζώνη, με κριτήριο τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, δεν μπορούσε να αποτελέσει επιλογή»
Είναι δεδομένο πόση αξιοπιστία μπορούν να έχουν όσοι και όσες είτε υπηρέτησαν από θέσεις ευθύνης -από τους υπουργικούς θώκους ως τις πολιτικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και τις κρατικές επιχειρήσεις- την εφαρμογή των μνημονιακών προβλέψεων μετά το 2015, μακριά από κάθε αριστερή πρακτική υποταγής του ατομικού συμφέροντος στην υπηρεσία του συλλογικού καλού.
*
Μια άλλη σημαντική παράμετρος της κληρονομιάς της ριζοσπαστικής Αριστεράς προ του ‘12 που εμμέσως επισημαίνει ο Τάσος Κορωνάκης, έρχεται από την κριτική στην «πολιτική με Π κεφαλαίο». Εκείνα τα χρόνια αναφερόμασταν συχνά στην ανάγκη της πολιτικής στους κοινωνικούς χώρους για την οργάνωση των “από κάτω”, πρακτική που κωδικά ονομάζαμε “πολιτική με π μικρό”, σε αντίστιξη με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η αριστερά κάθε εκδοχής κυρίως χρειάζεται να “εκφωνεί” και οι μάζες θα ακολουθήσουν, δηλαδή την “πολιτική με Π κεφαλαίο”.
Η διαρκής ενασχόληση με το κοινοβουλευτικό σκέλος της πολιτικής εκφώνησης, νομίζουμε ότι είναι από τις βασικές στρεβλώσεις που άφησε ο κυβερνητισμός μετά το ‘15. Αντί οι αριστεροί να διδαχτούμε πως η Αριστερά μπορεί να γίνεται πλειοψηφική, έμεινε η αίσθηση πως αυτό μπορεί να γίνει με ευκολία, με την κατάλληλη εκφώνηση την κατάλληλη στιγμή, και η “πολιτική με π μικρό” υποτιμήθηκε. Ενώ αυτή ήταν που επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να αντιλαμβάνεται την κοινωνική κίνηση, να ριζοσπαστικοποιηθεί (μην ξεχνάμε και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ το 2010), να φτιάξει έστω και αδύναμους δεσμούς με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, να πείσει πως είναι διαφορετικός από τις κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις, ώστε να μπορέσει να εκφράσει πειστικά τον “μεγάλο” στόχο για την κυβέρνηση της Αριστεράς και την κατάργηση των μνημονίων.
Κάνει λάθος, όμως, ο Τάσος Κορωνάκης, όταν λέει πως δεν βλέπει σήμερα μια αριστερά με τέτοια χαρακτηριστικά. Είναι εκεί, σημαντικά πιο μικρή και πιο αδύναμη, μερικώς ηττημένη, πολύ λιγότερο αισιόδοξη, από ό,τι ήταν το 2011· αλλά να μην ξεχνάμε ότι και μετά το 1990 δεν της περίσσευε αισιοδοξία.
Αυτή η αριστερά είναι εκεί:
- στις εκατοντάδες φοιτητικές καταλήψεις πέρυσι ενάντια στην καταπάτηση του άρθρου 16
- ήταν εκεί το πρώτο βράδυ του εγκλήματος στα Τέμπη, στις οργανώσεις που είπαν “δε θα θρηνήσουμε απλώς, θα δώσουμε πολιτική μάχη” και για τη δικαιοσύνη, και για να ξαναγίνει δημόσιος και ενιαίος ο σιδηρόδρομος, αίτημα που δεν ακούγεται στη βουλή.
- στα σωματεία, πιο μικρή και ανεπαρκής. Αλλά η παρέμβασή της είναι καταλυτική σε κρίσιμες στιγμές, όπως ήταν τα Τέμπη. Αυτή η παρέμβαση συνδυάστηκε με την ισχυρή συνδικαλιστική παρουσία του ΚΚΕ που άλλαξε τροχιά μετά τις πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις. Και έτσι είχαμε μια από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών, και μάλιστα κόντρα στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, στις 8/3/2023. Και στο σωματείο των μηχανοδηγών, που με τη δράση του τα χρόνια πριν και μετά το έγκλημα, έδειξε στην πράξη τι σημαίνει “εργατικός έλεγχος” και γιατί είναι αναγκαίος. Όπως και στους νικηφόρους αγώνες στην e-food και την cosco τα προηγούμενα χρόνια.
- στις μαχες για τους δημόσιους χώρους: στην Αθήνα στο Στρέφη, στην πλατεία Εξαρχείων, στο Πεδίο του Άρεως, στο πάρκο Δρακόπουλου, στην Ακαδημία Πλάτωνα, σε μάχες που επέτρεψαν τον κοινό βηματισμό, και στη συνέχεια και την ύπαρξη και επιτυχία της Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στον αγώνα για την οργάνωση δημοψηφίσματος για τη μετατροπή της ΔΕΘ σε μητροπολιτικό πάρκο, με τον ρόλο που παίζει η “Πόλη Ανάποδα”.
- στις μάχες για το περιβάλλον: από τις κινητοποιήσεις ενάντια στις εξορύξεις στα Γιάννενα, μέχρι το “Παρατηρητήριο” στη Σύρο απέναντι στην ONEX.
- στις κινητοποιήσεις κατά των πλειστηριασμών και σώζει σπίτια ανθρώπων, στο σήμερα. Αλλά και στις πρώτες ενώσεις ενοικιαστ(ρι)ών που δημιουργούνται, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη
- στις λίγες εναπομείνασες αλλά ζωντανές δομές αλληλεγγύης, και στις κοινωνικές κουζίνες
- στις δράσεις του φεμινιστικού κινήματος ως απάντηση στις συνεχιζόμενες γυναικοκτονίες, αλλά και στην επιτροπή αλληλεγγύης στη 12χρονη από τον Κολωνό
- στις κινητοποιήσεις την περίοδο της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα για το στοιχειώδες δικαίωμά του να έχει δικαιώματα ως κρατούμενος
- στα σωματεία της ύδρευσης και στην “Πρωτοβουλία” για το νερό που αποτρέψανε την ιδιωτικοποίηση, και θα την αποτρέψουν πάλι
- ήταν αυτή που με τις μικρές της δυνάμεις οργάνωσε το 2021 τις πρώτες διαδηλώσεις στις γειτονιές μετά την επίθεση της αστυνομίας στη Νέα Σμύρνη· διαδηλώσεις που εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα από την αυτενέργεια πολλών ανθρώπων της “κοινωνικής αριστεράς”.
Οι ανεπάρκειές της είναι προφανείς, όχι μόνο στην πολιτική έκφραση, αλλά και στην κοινωνική δράση: δεν κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια να συγκροτήσει μια μεγάλη ανοιχτή αντιπολεμική πρωτοβουλία, ή μια κίνηση για να σταματήσει η “νόμιμη” ληστεία της κοινωνίας στην ενέργεια.
Προφανώς, δεν είναι όλες οι εκδοχές της Αριστεράς παρούσες σε αυτούς τους αγώνες. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και η “δική μας” Αριστερά πολύ πριν το ‘12, ήδη στην δεκαετία του 1990, επέλεγε να συμμετέχει ενεργά σε τότε “περιθωριακά” κινήματα και πρωτοβουλίες: το αντιπαγκοσμιοποιητικό, το περιβαλλοντικό, το φεμινιστικό και lgbt. Κινήματα που όχι μόνο ο αντίπαλος, αλλά και τμήματα της αριστεράς έβλεπαν με αντιπάθεια αν όχι με εχθρότητα. Προσπαθούσε έτσι να συγκροτήσει μια ριζοσπαστική ταυτότητα και πρακτική, πολύ πριν αυτή γίνει μαζική.
*Δεν λέμε πως θα είναι εύκολο να ξανασυγκροτηθεί μια μαζική αριστερά που θα ξαναφτιάξει το όραμα και το σχέδιο για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, και που θα παρεμβαίνει και μέσα στη βουλή, αλλά κυρίως έξω από αυτήν.
Όμως, αν υπάρξει, θα είναι γέννημα και κτήμα των ανθρώπων που συμμετέχουν σε όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες μάχες. Και σε αυτές, αυτούς και αυτά αντιστοιχεί και να την εκπροσωπήσουν, όπως μας δείχνει και το σύγχρονο παράδειγμα του βελγικού PtΒ, έχοντας 18/50 βουλευτές του να είναι εργάτ(ρι)ες εργοστασίων.
Αλλά, για να δούμε την πρώτη σπορά αυτής της Αριστεράς να ξαναεμφανίζεται, χρειάζεται να ξέρουμε προς τα πού να κοιτάξουμε. Στο άρθρο του, ο Τάσος Κορωνάκης φαίνεται να ψάχνει να τη βρει περισσότερο σε αυτούς που διεκδικούν να διαδραματίσουν “κεντρικοπολιτικό” ή ηγετικό ρόλο, επειδή έπαιζαν και πριν το ’15. Τότε όμως, όλοι αυτοί εντάσσονταν σε ένα συλλογικό σχέδιο· σήμερα, δεν φαίνεται να προσπαθούν να δουλέψουν για την “πολιτική με π μικρό”. Ίσως ξέχασαν πως «την πλειοψηφία δεν την κερδίζεις, την οργανώνεις» οπως γράφουν δυο νεότεροι σύντροφοι σε ένα πρόσφατο άρθρο για την Αυστρία.
Πολύ περισσότερο, βέβαια, δεν θα φτιάξουν μια τέτοια αριστερά, που θα μάθει από τις καλύτερες παραδόσεις μας, όσοι και όσες υλοποίησαν τις πολιτικές του αντιπάλου και έχουν περάσει πλέον στην αντίπερα όχθη.