Αναδημοσιεύουμε όπως αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του “The Press Project”
Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο, στο οποίο δεν υπάρχει μάλλον ούτε ένα πεδίο, από το περιβάλλον μέχρι την παιδεία, από την υγεία μέχρι την εργασία, από τις υποδομές έως τους πολέμους, από τη στέγη έως την ακρίβεια, από την κοινωνική ζωή έως τον πολιτισμό, που να νιώθουμε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν ή έστω ότι είναι στο σωστό δρόμο. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι «νικάει» παγκόσμια το τραμπικό σύνθημα «make it great again», ούτε ότι στα καθ’ ημάς αν ανοίξεις την τηλεόραση θα δεις ότι 9 στις 10 σειρές είναι εποχής, γεμάτες παπάδες, αστυνομικούς, συνοικέσια και σεμεδάκια. Στην Ελλάδα των διαχρονικών στρεβλώσεων και της νίκης των μνημονίων, η επιδείνωση και η παρακμή είναι οξυμένες. Αίτιο αλλά και αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι και η λυσσαλέα καταστροφική διακυβέρνηση της ΝΔ. Η αντίφαση λαϊκού αισθήματος και πολιτικών συσχετισμών, εγείρει αναπόφευκτα το ερώτημα:
Γιατί δεν μπορεί σήμερα ούτε καν να σκιαγραφηθεί η προοπτική πολιτικής αλλαγής;
Υπάρχουν φυσικά κάποιες εύκολες προκαταρκτικές απαντήσεις, όπως το ότι μπορεί να υπάρχει διάθεση για πολιτική αλλαγή αλλά όχι σύμπνοια για την κατεύθυνση της αλλαγής αυτής ή ότι η σημερινή πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί ένα μηχανισμό εξαρτήσεων, εκβιασμών και προπαγάνδισης για να διατηρηθεί. Αυτά είναι προφανώς αληθή αλλά έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανά από μόνα τους να σταθούν πραγματικά εμπόδιο.
Στην Ελλάδα και παγκόσμια, δυστυχώς, είναι η ακροδεξιά και ο νεοφασισμός που βρίσκονται σε άνοδο και εκπροσωπούν έστω και επίπλαστα την προοπτική αλλαγής της πολιτικής συνθήκης. Αυτό φυσικά δεν είναι ιστορικά πρωτόγνωρο. Είναι διαχρονικά εξαιρετικά επικίνδυνο. Με τη γνωστή συνταγή κατασκευής εχθρών στις μειοψηφίες, φόβου, μίσους, ρατσισμού, τραμπουκισμού και κοινωνικού αυτοματισμού, η ακροδεξιά, παρόλο που βγαίνει μέσα από τα πιο καυτά έντερα του συστήματος ολιγαρχίας, καπιταλισμού και καταπίεσης, καταφέρνει να πλασάρεται ως αντισυστημική και άρα θελκτική.
Αναμφίβολα, πρέπει να αναρωτηθούμε πότε και πώς κατάφερε το αντισυστημικό, που πάντα θέλαμε, να γίνει τόσο πολύ θελκτικό. Η απάντηση βρίσκεται στην πολύ απλή διαπίστωση ότι ενώ τα πράγματα από δεκαετία σε δεκαετία και από γενιά σε γενιά χειροτερεύουν, το σύστημα μπορεί να απαντήσει στην ουσία μόνο με gaslighting. Και τι άλλο μπορεί να κάνει εξάλλου, όταν δε θέλει και δεν μπορεί να πάει κόντρα στον εαυτό του; Κόντρα δηλαδή στο καπιταλιστικό σύστημα, του οποίου τα αδιέξοδα αλλά και οι σπασμοί των όλο και συχνότερων κρίσεων του εντείνουν συνεχώς τις ανισότητες και την εκμετάλλευση.
Έχει αξία να σταθούμε στο ότι, πλέον, το κύριο επιχείρημα των διάφορων συστημικών πολιτικών δυνάμεων, των αποχρώσεων του πολιτικού κέντρου, που είχαν συνηθίσει να εναλλάσσονται στην εξουσία, είναι το «ή εμείς ή οι ακραίοι», ακριβώς γιατί δεν μπορούν να παρουσιάσουν λύση και προοπτική στα τεράστια υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαοί. Αυτή η γραμμή άμυνας, το μόνο που κάνει εν τέλει είναι να τροφοδοτεί την πολιτική δύναμη και προοπτική της ακροδεξιάς.
Πού είναι η Αριστερά;
Αναπόφευκτα, η επόμενη δύσκολη ερώτηση είναι πώς έχει καταφέρει η Αριστερά τόσο παγκόσμια όσο και εγχώρια, να διαδραματίζει σε μεγάλο βαθμό, ήσσονα ρόλο; Το κλειδί είναι ότι για πολλούς λόγους, είτε επίτηδες είτε όχι, κατάφερε να απωλέσει την αντισυστημικότητα της. Είτε επειδή προσχώρησε σε λογικές διαχείρισης του συστήματος, ακόμα και αν αυτό οδήγησε σε πρόσκαιρη ανάληψη ή συμμετοχή στην εξουσία, είτε επειδή δεν μπορεί να διαμορφώσει μία χειροπιαστή εναλλακτική, είτε επειδή τραυμάτισε το ζωτικό της σύνδεσμο με την εργατική τάξη, η Αριστερά σήμερα μοιάζει σαν κάτι ακίνδυνο και απόμερο. Σαν κάτι που οριακά επιβιώνει στην άκρη της Ιστορίας.
Στην Ελλάδα, τα υφιστάμενα «αριστερά» κόμματα και σχήματα αντιπροσωπεύουν το πλήρες πλέγμα των λόγων που η Αριστερά έχει καταφέρει να χάσει την αντισυστημικότητα της. Σύριζα-ΝεΑρ κυβέρνησαν, με τρόπο που σκότωσε τη λαϊκή βούληση που τους έφερε στην εξουσία, αλλά σκοτώνοντας και ότι θα μπορούσε πλέον να τα χαρακτηρίσει ως αριστερά. Το ΚΚΕ είναι εντελώς ακίνδυνο για το σύστημα, γιατί αρνείται την προοπτική νίκης, παρά μόνο σε ένα φαντασιακό δικό του σύμπαν, ενώ κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας αν και συσπειρώνουν ένα ρεύμα αμφισβήτησης είναι δύσκολο να ξέρεις καν αν εντάσσονται στην αριστερά, όταν έχουν μηδενική κοινωνική γείωση και μηδενική ορατότητα στις θέσεις τους. Τα μικρότερα και πολλά λοιπά σχήματα της αριστεράς στην Ελλάδα, είναι συρρικνωμένα σε τέτοιο βαθμό που τροφοδοτούνται και αλληλεπιδρούν μόνο με συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα και κατά κύριο λόγο στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Παρά την παραπάνω κατάσταση, οι περισσότεροι σχηματισμοί της αντιπολιτευόμενης αριστεράς στην Ελλάδα, όχι απλά δε δείχνουν διάθεση να αλλάξουν, αλλά αντίθετα σκληραίνουν και συσπειρώνονται γύρω από μία προσπάθεια αυτοεπαλήθευσης και δικαίωσης, αναμασώντας τις άκρες αποτυχημένων παλιών σχεδίων και εργαλείων πολιτικής. Για να το πούμε απλά, δεν είναι ότι τα υφιστάμενα κόμματα και σχήματα πρέπει να πεθάνουν για να έρθει πολιτική αλλαγή. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συνειδητοποιήσουν ότι αν δεν αυτοαναγνωρίζονται ως μεταβατικά, προς μία τελείως νέα κατάσταση, τότε έχουν ήδη πεθάνει. Όμως αυτό δεν είναι παρά το Βήμα 0 για να έρθει η πολιτική αλλαγή, προς την κατεύθυνση μίας πραγματικής σύγχρονης κομμουνιστικής Αριστεράς, που θα μπορεί να αντιπαλέψει το καπιταλιστικό σύστημα που σήμερα μας κατατρώει.
Οι νέες απαντήσεις
Ένα πρώτο, λόγω ευκολίας, αντανακλαστικό και ένστικτο που προκύπτει, είναι η μετωπική συσπείρωση δυνάμεων. Αυτό πέρα από το ότι λέγεται πιο εύκολα από ότι γίνεται, δεν αποτελεί πραγματική λύση, γιατί η αλλαγή δεν πρέπει να αφορά μόνο τα ονόματα και τα πρόσωπα και τα logo, χωρίς να αγγίζει την πολιτική πρακτική, κουλτούρα και μεθοδολογία, ούτε μπορεί η συρραφή αυτούσιων πολιτικών σχημάτων και μηχανισμών να γεννήσει το καινούριο που είναι αγωνιωδώς αναγκαίο.
Πρέπει να εξετάσουμε αναλυτικά και σε βάθος την ουσία του ερωτήματος μιας πραγματικής πολιτικής αλλαγής. Τι σημαίνει αλλά και τι είδους αλλαγή μπορεί να εμπνεύσει τη λαϊκή συμμετοχή, έτσι ώστε να πετύχει;
Όσο και αν πρέπει σε κάθε βήμα να συνυπολογίζεται το τακτικό και το στρατηγικό, στο τέλος, βιώσιμη και πραγματική αλλαγή σημαίνει ρήξη. Ρήξη με το σημερινό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Χωρίς την προοπτική ρήξης, είναι αδύνατον για την Αριστερά να εκπονήσει κάποιο πραγματικό σχέδιο που θα φιλοδοξεί στην ανατροπή και στην οικοδόμηση, την επόμενη μέρα, ενός νέου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας, είναι αδύνατον να υπάρξει αργά ή γρήγορα δυνατότητα ύπαρξης εναλλακτικού δρόμου εκτός του αστικού σχεδίου. Είναι αδύνατον στην πράξη η Αριστερά να είναι αυτό που θα έπρεπε εξ ορισμού να είναι. Αντισυστημική.
Όμως δεν αρκεί προφανώς να μιλάμε για τη ρήξη. Πρέπει να την κάνουμε πιστευτή και κατορθωτή. Κόντρα σε ένα τερατώδες παγκόσμιο σύστημα καταπίεσης και έναν όλο και πιο βάρβαρο αστικό-κρατικό μηχανισμό που θα κάνει τα πάντα για να αποτύχουμε, η μόνη δύναμη που μπορεί να σταθεί όρθια, είναι η λαϊκή. Μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού και μεγάλου κοινωνικού μπλοκ της ανατροπής, μπορεί να υπάρχει ελπίδα για νίκη. Πώς γίνεται όμως αυτό και κυρίως πώς γίνεται πετυχημένα;
Πρέπει να πούμε αρχικά ότι εκλάμψεις της τρομακτικής λαϊκής δύναμης έχουν φανεί ιστορικά και παγκόσμια και στην Ελλάδα, με την πιο πρόσφατη, την περίοδο 2010 – 2015. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο λαός δέχεται να πιεστεί στο τώρα για να βελτιώσει το αύριο. Όμως τέτοιες μάχες είναι πολύ δύσκολες και απέναντι στα αστικά μπλοκ που επίσης προτιμούν να πιεστούν βραχυπρόθεσμα, ώστε στο τέλος να νικήσουν, όπως επίσης φάνηκε το 2010-2015, για να καταφέρουν να κερδίσουν οι από κάτω, πρέπει να έχουν οργάνωση, σχέδιο, κουλτούρα πάλης, ταξική συνείδηση, κοινωνικούς δεσμούς και συλλογική ηθική. Στις ρωγμές ή και στα τεράστια κενά όλων των παραπάνω, οφείλουν όλες τις νίκες τους, διαχρονικά, οι από πάνω.
Άρα, η συνθήκη της ανατροπής απαιτεί ως προϋπόθεση την πολιτισμική, κοινωνική, ηθική και μεθοδολογική επανάσταση στον τρόπο που ζούμε (μαζί), που καταναλώνουμε, που σκεφτόμαστε, που νοιαζόμαστε, που δρούμε, που αγωνιζόμαστε. Και για αυτό ακριβώς το λόγο, οι λογικές «εκπροσώπησης» των από κάτω και «ανάθεσης» των δίκαιων λαϊκών αιτημάτων σε λίγους και καλούς, δεν είναι απλά ελλιπείς, είναι και επικίνδυνες, γιατί είναι ένα παυσίπονο που κρύβει το πρόβλημα και την ανάγκη.
Η Αριστερά δεν πρέπει να είναι ο χώρος με τον οποίο συμφωνεί η λαϊκή πλειοψηφία. Πρέπει να γίνει ξανά εκείνος ο φυσικός χώρος των καταπιεζόμενων και των αγώνων τους, που θα συνολικοποιεί αυτές τις μάχες, προκειμένου να μπορέσει να διεκδικήσει και να αντιπαλέψει η ίδια, στα ίσια το κυρίαρχο.
Χρειάζεται μέσα από τη διαδικασία αυτή να αλλάξουμε πρώτα εμείς, όχι μέσα από την ατομική αυτοβελτίωση αλλά σφυρηλατώντας τις ψυχές μας, μέσα στον ταξικό αγώνα και τη συλλογική ζωή, μέσα στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους. Χρειαζόμαστε μια επαναστατική δημοκρατία στον τρόπο που συμμετέχουμε στην Αριστερά και που δρούμε πολιτικά μέσω αυτής. Έχουμε τα εργαλεία να το κάνουμε, αν δε φοβηθούμε να αποτραβηχτούμε από τις ιεροτελεστικές μας παραδόσεις. Χρειαζόμαστε ανοιχτές συνελεύσεις, συμμετοχικότητα, εναλλαγές στις θέσεις ευθύνης, ισοτιμία, διαμόρφωση και όχι επικύρωση πολιτικών από τα κάτω, γείωση στους κοινωνικούς χώρους και εμμονή στη συμπεριληπτικότητα. Χρειαζόμαστε πάνω από όλα την τόλμη να υπερβούμε τους εαυτούς μας και ως άτομα και ως πολιτικές καταβολές και ως οργανωτικές διαδρομές. Αυτή είναι η πραγματική υπέρβαση και το κλειδί προς μια πραγματική νίκη.
Στο πλαίσιο αυτό, έχει μεγάλη αξία, το ότι το διήμερο 21-22 Ιουνίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με κοινή πρωτοβουλία οργανώσεων της Αριστεράς ( Αναμέτρηση – ΑΠΟ – ΔΕΑ – Μετάβαση – Ξεκίνημα ), θα συζητηθεί ανοιχτά η εμπειρία του 2010-2015 ως μια περίοδος έντονης λαϊκής ανυπακοής που δεν κατάφερε να ανοίξει όμως έναν άλλο δρόμο και πώς αυτή η εμπειρία μπορεί να συνεισφέρει στην Αριστερά που έχουμε σήμερα ανάγκη. Είναι ευκαιρία να αποτελέσει από τα πάρα πολλά που χρειάζονται, μόνο το πρώτο βήμα, όχι απλά συμπόρευσης υφιστάμενων οργανώσεων αλλά σημείο συγκέντρωσης πολιτικού δυναμικού που θα συνδιαμορφώσει τους επαναστατικά νέους όρους πολιτικής που χρειάζονται για την επιτυχή διεκδίκηση μίας άλλης κοινωνίας.