Η προεκλογική (μη) αντιπαράθεση
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου διαμόρφωσε μία συνθήκη που πιέζει ακόμα περισσότερο τους από κάτω και δημιουργεί ένα πεδίο αυξημένων δυσκολιών για την ανάπτυξη αντιστάσεων. Κυρίαρχα γιατί, εκ του αποτελέσματος, σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων φάνηκε να επιβραβεύει την 4ετή νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση αλλά και την ανοικτά επιθετική ατζέντα της ΝΔ απέναντι σε πάγια κοινωνικά κεκτημένα (όπως ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας). Η συνθήκη αυτή οφείλει να στρέψει τις προσπάθειές το επόμενο διάστημα στους τρόπους με τους οποίους η αριστερά μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να αναπτύξει κοινωνική δυναμική. Η ανασυγκρότηση αυτή δεν έχει την πολυτέλεια να αδιαφορεί για την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση – ιδιαίτερα γιατί εντός της προεκλογικής περιόδου επιχειρείται μία νέα επίθεση.
Ο προεκλογικός διάλογος και ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση είναι χαρακτηριστικός και υπογραμμίζει την ανάγκη για άρθρωση ενός μαζικού αριστερού λόγου κόντρα στην κυρίαρχη αφήγηση. Οι καθημερινές εθνικιστικές κορώνες για «πράκτορες του Ερντογάν»’ στη Δυτική Θράκη, εντείνουν το αφήγημα του εσωτερικού εχθρού και κυρίως αποπροσανατολίζουν ξανά τη συζήτηση από την ουσία, που δεν είναι άλλη από τις τραγικές συνθήκες φτωχοποίησης που βιώνουν οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών και την προσπάθεια άρνησης της ύπαρξης εθνοτικών μειονοτήτων.
Επιπλέον, το νέο έγκλημα του ελληνικού κράτους και της Ε.Ε στα ανοιχτά της Πύλου (με υπηρεσιακή κυβέρνηση αυτή τη φορά) με θύματα εκατοντάδες νεκρούς πρόσφυγες, έκανε ορατή τη μετατροπή του Αιγαίου και της Μεσογείου σε υγρούς τάφους. Ο ρατσιστικός – εθνικιστικός λόγος προσπαθεί να ορίσει την ατζέντα μιλώντας για τις ευθύνες των διακινητών (οι οποίοι διαχρονικά είτε συνεργάζονται είτε είναι απότοκα των αντι-μεταναστευτικών πολιτικών) και την ανάγκη μεγαλύτερου ελέγχου – δηλαδή εξόντωσης – της μεταναστευτικής κίνησης.
Αν και στα παραπάνω δύο ζητήματα εμφανίζονται διαφωνίες μεταξύ της ΝΔ και των κεντροαριστερών κομμάτων ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, στο ζήτημα της απλής αναλογικής φαίνεται να συμφωνούν σχετικά με το τι θα επέφερε ή τι εν τέλει επέφερε αυτό το εκλογικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιρρίπτει τις ευθύνες της ήττας του στο σύστημα της απλής αναλογικής, λέγοντας ότι αυτή η συνθήκη ήταν υπεύθυνη για την αποτυχία του να πείσει για την κυβερνητική του πρόταση. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, παραδοσιακοί πολέμιοι της απλής αναλογικής, συμφωνούν με τη στάση αυτή και δείχνουν την ευφορία τους για το «κάψιμο» της απλής αναλογικής.
Όπως στα ζητήματα της εθνικιστικής ρητορικής και της εγκληματικής αντι-μεταναστευτικής πολιτικής, έτσι και στο ζήτημα της απλής αναλογικής, πρέπει να σταθούμε κριτικά. Η απλή αναλογική αποτέλεσε ένα πάγιο διαχρονικό αίτημα της ριζοσπαστικής/κομμουνιστικής αριστεράς στη χώρα αλλά και του συνόλου των προοδευτικών πολιτών: τα μπόνους εδρών, οι περιορισμοί και τα όρια εισόδου στην Βουλή, παραβιάζουν την έκφραση της λαϊκής βούλησης όπως και στον βαθμό που αυτή εκφράζεται μέσω των εκλογών. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι αν υπήρχε πραγματικό αναλογικό σύστημα χωρίς όριο εισόδου, η αριστερά θα είχε δυνατότητα να βγει ενισχυμένη μέσα από τις εκλογές, να αυξήσει την εκλογική της βάση και την εκπροσώπηση που αυτή συνεπάγεται. Διαχρονικά υποστηρίζουμε την απλή αναλογική και την ανάγκη οι εκλογές να αποτελούν για την αριστερά όχι το τέλος του δρόμου αλλά στιγμές συγκρότησης στηριγμάτων για τους επόμενους αγώνες.
Για την οργάνωση της απαισιοδοξίας
Εκτιμούμε, χωρίς καμία διάθεση να ωραιοποιήσουμε την κατάσταση, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου δεν αποτύπωσε τη δυναμική των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος – ίσως να απαιτείται περισσότερο χρόνος για να αναδειχθεί το ρεύμα της αμφισβήτησης. Οι εκλογές δεν αρκούν για να ξεχάσουμε τα όσα προηγήθηκαν σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως οι κοινωνικές δυναμικές είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που εμφανίζει το αποτέλεσμα του Μαΐου. Τα ανθρώπινα ποτάμια που είδαμε σε όλη τη χώρα αμέσως μετά το έγκλημα στα Τέμπη, οι αγώνες της νεολαίας στα πανεπιστήμια που κατόρθωσαν να μην εγκατασταθεί η πανεπιστημιακή αστυνομία, οι μάχες που σήκωσε το εργατικό κίνημα μέσα σε ασφυκτικά, για το συνδικαλισμό, πλαίσια, οι κινητοποιήσεις για να σωθούν τα σπίτια από τους πλειστηριασμούς, δεν ήταν πυροτεχνήματα!
Αντικατοπτρίζουν μια συνθήκη, που ακόμα κι αν κρύφτηκε κάτω από τις γαλάζιες κάλπες, έδειξε ότι υπάρχει μία πρώτη ύλη για την κοινωνική και ταξική αντεπίθεση. Αυτή η κοινωνική κίνηση εκτιμούμε και ελπίζουμε ότι θα εμφανιστεί το επόμενο διάστημα, δυστυχώς μέσα από ένα πλαίσιο απαίτησης υψηλών πλεονασμάτων και νέων κύκλων λιτότητας. Αναγνωρίζουμε τις ελλείψεις της υπάρχουσας αριστεράς: αποτύχαμε να μετουσιώσουμε τους επιμέρους αγώνες, να αναδείξουμε πρακτικές και να παρουσιάσουμε μια πολιτική πρόταση για την πληττόμενη πλειοψηφία. Ιδιαίτερα σε μία συνθήκη ταυτόχρονης ανυπαρξίας ουσιαστικής αντιπολίτευσης αλλά κυρίως έλλειψης ενός εναλλακτικού σχεδίου από τη σκοπιά της κάλυψης των αναγκών των από κάτω, αναδεικνύονται για το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς επιτακτικά καθήκοντα για την επόμενη μέρα.
Μπροστά στην κάλπη
Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές ότι οι αγώνες και οι διεκδικήσεις της επόμενης περιόδου θα επηρεαστούν (και) από το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών.
Υπό αυτό το πρίσμα, δίνουμε τη μάχη για να αποδυναμωθεί η Νέα Δημοκρατία που εξέλαβε το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου ως «πράσινο φως» για νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων, περικοπών και, στο βάθος, για ιστορική οπισθοδρόμηση ακόμη και μέσα από συντηρητική συνταγματική αναθεώρηση.
Απέναντι σε αυτή την απειλή, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να αποτελέσουν κανένα αντίβαρο. Ουσιαστικά συναινούν στην πολιτική της ΝΔ και διεκδικούν ψήφο ώστε να καθοριστεί ο μεταξύ τους συσχετισμός — το άγχος τους δεν είναι οι λαϊκές ανάγκες αλλά το πώς θα «μοιράσουν» τα εδάφη στην ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.
Ακόμα πιο επικίνδυνες είναι οι παραλλαγές της Ακροδεξιάς που εκφράζουν ανοιχτά εθνικιστικές, σεξιστικές και ρατσιστικές απόψεις, επιχειρώντας να μετακινήσουν ακόμη πιο δεξιά το πολιτικό σκηνικό. Μετά το έγκλημα στην Πύλο, δεν πρέπει να χαριστεί σπιθαμή γης σε αυτές τις θέσεις που ετοιμάζουν νέους μαζικούς τάφους για μετανάστριες και πρόσφυγες.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και με εντυπωσιακή στήριξη από τα ΜΜΕ, αναδεικνύεται η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου που επιδιώκει να πολιτευτεί με το ακροδεξιάς έμπνευσης σύνθημα (χωρίς να λέμε ότι είναι τέτοιο εν συνόλω το μόρφωμα) «ούτε Αριστερά-ούτε Δεξιά». Η εισόδος στην Βουλή αυτού του αρχηγικού μορφώματος με σαφή «απολίτικη» τοποθέτηση δεν ενισχύει στο παραμικρό τους λαϊκούς αγώνες και δεν πρέπει να είναι επιλογή για τον κόσμο της αριστεράς.
Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται μία πρωτοφανής ανάγκη ενίσχυσης της υπαρκτής Αριστεράς, παρά τις δεδομένες διαφωνίες με τους εκλογικούς συνδυασμούς της, όπως τους έχουμε εκφράσει και στο παρελθόν. Έχουμε βαθιά κατανόηση της ανεπάρκειας της Αριστεράς να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων της συγκυρίας.
Ως Αναμέτρηση, αναγνωρίζουμε ότι την δεδομένη στιγμή ο κόσμος της αριστεράς αδυνατεί να ψηφίσει με ενιαία κριτήρια. Με βάση όσα είπαμε παραπάνω, θεωρούμε σημαντική τόσο την ενίσχυση των εκπροσωπήσεων της αριστεράς (διατήρηση/αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ, είσοδος του ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη στην Βουλή) εντός κοινοβουλίου, όσο και άλλων αγωνιστικών αριστερών ψηφοδέλτιων/δυνάμεων ως ψήφους έκφρασης πολιτικής συμφωνίας, μακριά από το εκβιαστικό σκεπτικό της «χαμένης ψήφου». Η σύνθεση της νέας Βουλής δεν μας αφήνει αδιάφορους για το σύνολο των σημείων που έχουμε αναφέρει, ωστόσο είναι εμφανές ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για τον κόσμο των κινημάτων και της ριζοσπαστικής αναζήτησης.
Η επόμενη μέρα
Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα σφραγιστεί από σταθερότητα και ένα «ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις», ό,τι και να λένε τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Στην πραγματικότητα, η τάση μοιάζει να είναι αντίθετη. Ο πληθωρισμός διεθνώς αποκαλύπτει τα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής που επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι νέες «φούσκες» έχουν ήδη αρχίσει να σκάνε και να εκφράζονται με καταρρεύσεις τραπεζών.
Πίσω από τα καθησυχαστικά λόγια, η κυρίαρχη στρατηγική αναζητεί νέους δρόμους κερδοφορίας, καθώς δεν μπορεί απλά να φορτώνει διαρκώς το χρέος και τη διάσωση των ισχυρότερων μερίδων του κεφαλαίου στους «από κάτω», στον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία, τις γυναίκες και τα λοατκι άτομα, τους μετανάστες/-στριες. Σε αντίθεση με την κρίση του 2008, το σημερινό ασταθές οικονομικό περιβάλλον πλαισιώνεται από έντονους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς αλλά και την μεγαλύτερη ορατότητα της κλιματικής αλλαγής. Από αυτή την «νέα» κρίση δεν υπάρχει εύκολη διέξοδος. Η επέκταση της εκμετάλλευσης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, η ένταση της καταστολής/επιτήρησης και η εισαγωγή της αυτοματοποίησης/έντασης της εκμετάλλευσης φτιάχνουν βραχύβιες αφηγήσεις στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά δεν το καθιστούν βιώσιμο εάν δεν αντιμετωπιστούν τα παραγωγικά του αδιέξοδα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Κ. Μητσοτάκη για μέσο μισθό στα 1500 ευρώ και για μη αύξηση της φορολογίας, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ευάλωτος για να αντέξει τέτοιες βραχυπρόθεσμες αλλαγές καθώς η δυναμική του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία του τουρισμού, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περαιτέρω εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και της εργασίας και κυρίαρχα τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Προκειμένου να διατηρηθεί αυτό το μείγμα, το ελληνικό κράτος πρέπει συγχρόνως να αποτελεί όργανο των πιο επιθετικών τμημάτων της άρχουσας τάξης αλλά και να διατηρεί τις συμμαχίες του με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο — συμμαχίες που διατηρούνται μέσα από την ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο στην Ουκρανία, την παραχώρηση λιμένων και βάσεων στο ΝΑΤΟ, τη διατήρηση της έντασης στο Αιγαίο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα ελληνικών, ιταλικών και γαλλικών εταιρειών. Παρά τη διαφαινόμενη επικράτηση της ΝΔ, τα θεμέλια της νίκης της είναι σαθρά και η επόμενη περίοδος θα περιλαμβάνει νέους γύρους κοινωνικών συγκρούσεων με αβέβαιο ακόμα αποτέλεσμα.
Ως Αναμέτρηση συνειδητοποιούμε την ουσιαστική αδυναμία της αριστεράς μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις. Στη σύντομη πορεία μας, ελπίζουμε να έχουμε καταφέρει να συμβάλουμε με τις δυνάμεις μας στην ενίσχυση του κόσμου της εργασίας.
Δεσμευόμαστε, όμως, ότι το επόμενο διάστημα θα αναλάβουμε πολύ μεγαλύτερες ευθύνες με πρώτο κόμβο την ανάγκη μιας πραγματικά ενωτικής και ριζοσπαστικής αριστερής εκλογικής παρέμβασης στη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών ως απάντηση στην πολύπλευρη νεοφιλελεύθερη επίθεση που δέχονται οι πόλεις μας. Ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζουμε ότι μπροστά μας ανοίγεται μία περίοδος που απαιτεί αγώνες και αντιστάσεις μπροστά στην επερχόμενη λαίλαπα αλλά και νέα στρατηγική τοποθετηση για μία Αριστερά αντάξια των προκλήσεων της εποχής.